Η μείωση του χρόνου που περνάμε στα κοινωνικά δίκτυα μπορεί να μειώσει τα συμπτώματα κατάθλιψης

Τα αποτελέσματα πρόσφατης μελέτης επιβεβαιώνουν τον αρνητικό αντίκτυπο της υπερέκθεσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στην ψυχική μας υγεία, αλλά και ότι αρκούν λίγες εβδομάδες “αποσύνδεσης” για να δούμε τα πρώτα θετικά αποτελέσματα στην ψυχοσυναισθηματική μας κατάσταση

Η εφηβεία είναι μία από τις πιο ιδιαίτερες περιόδους στη ζωή ενός ανθρώπου. Θα λέγαμε πως είναι ένα γενικά δύσκολο πέρασμα μεταξύ της παιδικής ηλικίας και της ενηλικίωσης. Οι έφηβοι εξερευνούν τον εαυτό τους, τα θέλω τους και το σώμα τους, αντιμετωπίζοντας τις αναμενόμενες προκλήσεις σε αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας.

Στη σύγχρονη εποχή όπου η χρήση νέων τεχνολογιών και ιδιαίτερα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι η απλή καθημερινότητα για όλους μας, οι έφηβοι εκτίθενται στην εναλλακτική και ίσως και εικονική πραγματικότητα στον κόσμο του διαδικτύου. Κάποιες από τις διαθέσιμες πληροφορίες που βρίσκουν εκεί είναι φυσικά χρήσιμες, επιτρέποντάς τους να λάβουν απαντήσεις με έναν ανώνυμο τρόπο στα ερωτήματα που τους απασχολούν και τα οποία δεν θέλουν (ή δεν μπορούν) να θέσουν στους γονείς τους. Κάποιες άλλες όμως μπορεί να είναι επιβλαβείς, καθώς μπορεί να εκθέσουν κάποιους ήδη ευάλωτους έφηβους σε μία διαδικτυακή ζούγκλα όπου όλοι συγκρίνονται μεταξύ τους ενώ προσπαθούν να ξεχωρίσουν από το πλήθος, ενώ ταυτόχρονα έρχονται αντιμέτωποι με μια θάλασσα ψευδών πληροφοριών για κάθε λογής θέμα.

Μεταξύ άλλων, στην εφηβεία κάνουν την εμφάνισή τους και οι δυσκολίες ψυχικής υγείας που σχετίζονται με την εικόνα του σώματος, όπως είναι οι διατροφικές διαταραχές. Υπολογίζεται πως ένας μέσος έφηβος στις δυτικές κοινωνίες περνάει έως και 8 ώρες καθημερινά μπροστά από μία οθόνη. Πολλές από αυτές τις ώρες τις περνάνε φυσικά μέσα σε εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης, όπως είναι το twitter, το instagram και το tik tok. Τα τελευταία χρόνια τα νέα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. tik tok, instagram) που είναι και εξαιρετικά δημοφιλή στους εφήβους, ωθούν τους χρήστες να εκφραστούν μέσα από εικόνες και βίντεο και όχι μέσω κειμένων (π.χ. όπως το twitter και το facebook). Και αυτό έχει τη σημασία του, καθώς προωθείται με αυτό τον τρόπο η σύγκριση και η ταύτιση με άλλους μέσω της εικόνας, με έναν απλό, εύκολο και γρήγορο τρόπο, δίχως να έχουν σημασία άλλες παράμετροι της ζωής κάποιου (π.χ. η οπτική γωνία και τα επιχειρήματά του για ένα θέμα ή τα συναισθήματα για γεγονότα και καταστάσεις).

Μέσα από αυτά τα δίκτυα τα αγόρια και τα κορίτσια έρχονται σε επαφή με εικόνες άλλων (διασήμων, influencers ή “ανώνυμων”), κάνοντας αναπόφευκτα σύγκριση με τον εαυτό τους. Τα ρούχα, το μακιγιάζ, ο τρόπος διασκέδασης και φυσικά ο σωματότυπος των άλλων γίνεται ένα μέτρο σύγκρισης για τους έφηβους, καταλήγοντας φυσικά πολλές φορές στο να αντιλαμβάνονται ότι η ζωή τους, τα αγαθά τους και το σώμα τους απέχει από αυτό που το διαδίκτυο σερβίρει ως “καλό” ή “ιδανικό”.

Έχουν γίνει διάφορες έρευνες σε σχέση με τον αντίκτυπο του διαδικτύου στην αντίληψη των εφήβων για το σώμα τους. Αυτό στο οποίο συμφωνούν τα διαθέσιμα δεδομένα είναι πως η υπερέκθεση των εφήβων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα να αισθάνονται ντροπή για το σώμα τους. Αντίστοιχα, η έκθεση και η συμμετοχή των εφηβων σε διαδικτυακές συζητήσεις στις οποίες το ανθρώπινο σώμα αντιμετωπίζεται με όρους ενός αντικειμένου σχετίζεται με αυξημένη ενασχόληση των εφήβων με το σώμα τους, ενδεχομένως στην προσπάθειά τους να φτάσουν τα αυστηρά πρότυπα που προτάσει αυτή η αντικειμενικοποίηση του ανθρώπινου σώματος [1]Salomon, I., & Brown, C. S. (2019). The selfie generation: Examining the relationship between social media use and early adolescent body image. The Journal of Early Adolescence, 39(4), 539-560. .

Το ερώτημα που γεννάται βλέποντας αυτά τα δεδομένα είναι εάν η μείωση της έκθεσης στο διαδίκτυο μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στην αυτοεικόνα και στο συναίσθημα των νέων παιδιών, λειτουργώντας έτσι προστατευτικά για την ψυχική τους υγεία. Και σε αυτό ακριβώς προσπάθησε να απαντήσει μια πρόσφατη έρευνα. Συγκεκριμένα, μία ομάδα ερευνητών ζήτησε από μία ομάδα φοιτητών που παρουσίαζαν αυξημένο άγχος ή/και αισθήματα κατάθλιψης να περιορίσουν τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε “μόλις” 60 λεπτά την ημέρα. Σε μια άλλη ομάδα φοιτητών με παρόμοια συμπτώματα δεν δόθηκε τέτοιου είδους προτροπή. Τα αποτελέσματα μετά από 3 εβδομάδες ήταν τα αναμενόμενα: η ομάδα που έκανε περιορισμένη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είχε εν τέλει βελτιωμένη εικόνα για την γενική τους εμφάνιση αλλά και το σωματικό τους βάρος, με τον ανάλογο θετικό αντίκτυπο στην ψυχική τους υγεία [2]Thai, Davis, Mahboob, Perry, Adams, & Goldfield (2023). Reducing Social Media Use Improves Appearance and Weight Esteem in Youth with Emotional Distress. Psychology of Popular Media, 10.1037/ppm0000460 . Η συγκεκριμένη μελέτη επιβεβαίωσε παρόμοια ευρήματα -προ πανδημίας- που είχαν βρει και άλλες έρευνες που είχαν ασχοληθεί με τον αντίκτυπο συγκεκριμένων πλατφορμών.

Τα αποτελέσματα ερευνών όπως αυτή είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικά καθώς υποδεικνύουν ότι μια απλή κίνηση, όπως είναι η προσπάθεια περιορισμού της έκθεσής μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να έχει άμεσο και σημαντικό αντίκτυπο στην ψυχική υγεία των νέων. Οι σημαντικές αλλαγές και οι φροντιστικές κινήσεις για την ψυχική υγεία όλων μας ξεκινούν με απλά βήματα όπως αυτό εδώ!

Eισαγωγική εικόνα

Το κείμενο προσφέρεται με άδεια ""Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές". Μπορείτε να αντιγράψετε και να μοιραστείτε το κείμενο δίχως να το αλλάξετε και αποκλειστικά για μη εμπορική χρήση, μόνο εφόσον αναφέρετε τον συντάκτη και την πηγή. Για οποιαδήποτε άλλη χρήση και άρση των περιορισμών απαιτείται η γραπτή άδεια του συντάκτη.

Δημήτρης Αγοραστός

Πηγές / Διαβάστε περισσότερα

Πηγές / Διαβάστε περισσότερα
1 Salomon, I., & Brown, C. S. (2019). The selfie generation: Examining the relationship between social media use and early adolescent body image. The Journal of Early Adolescence, 39(4), 539-560.
2 Thai, Davis, Mahboob, Perry, Adams, & Goldfield (2023). Reducing Social Media Use Improves Appearance and Weight Esteem in Youth with Emotional Distress. Psychology of Popular Media, 10.1037/ppm0000460

Δημήτρης Αγοραστός

Ψυχολόγος και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Σχολική Ψυχολογία (ΑΠΘ) και στις Νευροσυμπεριφορικές Επιστήμες (University of Tuebingen). Ασχολείται με την ανάπτυξη ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά και εφήβους, καθώς και με την αξιολόγησή τους στα πλαίσια εντοπισμού και αντιμετώπισης μαθησιακών και ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών. Επιπλέον, μέσα από τις δομές και τις υπηρεσίες στις οποίες εργάζεται, παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και παιδιών.Έχει εμπειρία παροχής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...