Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής / Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ): Τι είναι;

Η παρορμητική συμπεριφορά είναι μία συνηθισμένη συμπεριφορά που παρατηρείται σε πολλά παιδιά, ιδιαίτερα κατά την νηπιακή και παιδική ηλικία. Δεν είναι όλες οι παρορμητικές ή διασπαστικές συμπεριφορές απαραίτητα σύμπτωμα διαταραχής και φυσικά ακόμη και εάν είναι σύμπτωμα διαταραχής, αυτό δεν σημαίνει πως μιλάμε απαραίτητα για τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), καθώς τέτοιου είδους συμπεριφορές μπορεί να είναι ενδεικτικές διαφορετικών διαταραχών και δυσκολιών που μπορεί να αντιμετωπίζει το παιδί. Πριν δούμε τα βασικά χαρακτηριστικά της ΔΕΠΥ, είναι χρήσιμο να δώσουμε έναν ορισμό σε κάποιες έννοιες που συναντάει κανείς όταν μελετάει τη ΔΕΠΥ.

Προσοχή

Ένας άνδρας είναι γυρισμένος πλάτη. Βλέπουμε μπροστά του να υπάρχουν διάφορα βέλη, τα οποία υποδεικνύουν τη διαδικασία παράλληλων σκέψεων και ελλειματικής προσοχής
Η προσοχή εμπεριέχει την ικανότητα να επιλέγουμε από μια σειρά από ερεθίσματα μόνο όσα μας είναι χρήσιμα για το έργο που κάνουμε

Η προσοχή είναι ένα γνωστικό χαρακτηριστικό το οποίο είναι δύσκολο να οριστεί με απόλυτη σαφήνεια, καθώς ο όρος προσοχή έχει χρησιμοποιηθεί μέσα στα πλαίσια πολλών θεωρητικών συστημάτων ιδιαίτερα στη γνωστική ψυχολογία, με ελαφρώς διαφορετικό νόημα, ανάλογα με τον υπό συζήτηση μηχανισμό. Η προσοχή αποτελεί κατά βάση ένα βιολογικό μηχανισμό που συναντάται σε όλα τα είδη ζώων, ήδη από τις πρώτες στιγμές της γέννησης. Είναι σημαντικό για την επιβίωση και την καθημερινή λειτουργία ενός οργανισμού να είναι σε θέση να επιλέξει ποια ερεθίσματα του περιβάλλοντός του είναι σημαντικά και ποια όχι, όπως αντίστοιχα και να φιλτράρει τη σημαντικότητα των πληροφοριών που λαμβάνει. Η προσοχή στους ανθρώπους είναι ένας γνωστικός μηχανισμός που παίζει σημαντικό ρόλο σε πολλούς τομείς της καθημερινότητας, συμπεριλαμβανομένης της εργασίας, της ενασχόλησης κατά τον ελεύθερο χρόνο, την ανάπτυξη σχέσεων με τρίτους αλλά φυσικά και της επίδοσης σε μαθησιακά έργα.

Ένας γενικά αποδεκτός ορισμός της προσοχής μέσα στα πλαίσια της αξιολόγησης των μαθησιακών δυσκολιών θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η διαδικασία επιλογής για περεταίρω επεξεργασία των κατάλληλων ως προς την εργασία που κάνουμε ερεθισμάτων μέσα από το πλήθος των ερεθισμάτων που επεξεργαζόμαστε κάθε δεδομένη στιγμή, η διατήρηση της κατανομής γνωστικών πόρων σε ερεθίσματα της επιλογής μας αλλά και η αυτόματη κατανομή γνωστικών πόρων σε ερεθίσματα  του περιβάλλοντός μας. Ο ορισμός αυτός φυσικά δεν είναι πλήρης και δεν καλύπτει όλο το φάσμα της έννοιας της προσοχής.

Η προσοχή είναι μια διαδικασία που ενεργοποιείται από «πάνω προς τα κάτω», αλλά και από «κάτω προς τα πάνω». Αυτό μπορούμε να το κατανοήσουμε καλύτερα με ένα παράδειγμα που αναφέρει και η Elizabeth Styles στο βιβλίο της «The Psychology of Attention» [1]Styles, E. A. (2005). The psychology of attention. Taylor & Francis e-Library. http://www.myilibrary.com?id=22519.

Ας υποθέσουμε ότι κατά τη διάρκεια μιας βόλτας στο δάσος, παρατηρούμε μια πεταλούδα που κάθεται σε ένα φύλλο ενός δέντρου. Λέμε στον συνοδοιπόρο μας να κοιτάξει στα αριστερά μας, στο μεγάλο δέντρο, το κλαδί στα αριστερά και να δει το μεγάλο φύλλο, πάνω στο οποίο κάθεται η πεταλούδα. Τότε αυτός όντως, εστιάζει την προσοχή του και επιλέγει από όλα τα δέντρα του δάσους το σωστό, ενώ στη συνέχεια καθοδηγεί το βλέμμα του ώστε να εντοπίσει και το σωστό κλαδί και φύλλο. Αυτή η διαδικασία εντοπισμού του σωστού ερεθίσματος απαιτεί πλήρως την ενεργοποίηση της προσοχής του ατόμου. Εάν στη συνέχεια το άτομο αυτό συνεχίσει να διατηρεί την προσοχή του στο φύλλο ώστε να μην χάσει από τα μάτια του την πεταλούδα εάν φύγει από εκεί, τότε και πάλι ενεργοποιεί την προσοχή του, καθώς καλείται να τη διατηρήσει επί μακρόν πάνω σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα. Εάν ενώ παρατηρεί την πεταλούδα, ένα άλλο ζουζούνι περάσει κοντά του και κάνει θόρυβο, είναι πιθανό ότι η προσοχή του θα στραφεί αυτόματα προς το νέο ερέθισμα.

Σε αυτό το παράδειγμα, βλέπουμε περιπτώσεις όπου η προσοχή αναφέρεται στην επιλογή των κατάλληλων προς επεξεργασία πληροφοριών, στη διατήρηση της νοητικής μας λειτουργίας στην επεξεργασία συγκεκριμένης πληροφορίας αλλά και στην κατανομή πόρων και την επεξεργασία ερεθισμάτων που λαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας. Βλέπουμε ότι η προσοχή μπορεί να καθοδηγηθεί «από πάνω προς τα κάτω» αξιοποιώντας ανώτερες γνωστικές λειτουργίες που στρέφουν την προσοχή σε κάτι που θέλουμε εμείς συνειδητά (επιλογή δέντρου, προσμονή για κίνηση της πεταλούδας και προσήλωση στο φύλλο) αλλά και από «κάτω προς τα πάνω», μέσω της ενεργοποίησης ανώτερων γνωστικών λειτουργιών από τα ερεθίσματα που λαμβάνουν οι αισθήσεις μας, στρέφοντας αυτόματα την προσοχή μας προς αυτά (αυτόματη κατανομή γνωστικών πόρων για το ζουζούνι που τράβηξε την προσοχή).

Μια πολύ σημαντική έννοια η οποία διαπερνά όλα τα επίπεδα της προσοχής είναι η εγρήγορση. Η εγρήγορση αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο είμαστε «ενεργοποιημένοι» και έτοιμοι να επεξεργαστούμε ερεθίσματα και να δράσουμε ανάλογα. Πρόκειται περισσότερο για μια κατάσταση ετοιμότητας του νευρικού μας συστήματος για να επεξεργαστεί εισερχόμενα δεδομένα. Δίχως ένα καλό επίπεδο εγρήγορσης, η όποια προσπάθειά μας να επεξεργαστούμε και να ανταποκριθούμε σε εισερχόμενες πληροφορίες γίνεται σημαντικά πιο δύσκολη.

Η προσοχή είναι μόνο μία από τις πολλές γνωστικές ικανότητες που εμπλέκονται στην διαδικασία της επίλυσης καθημερινών προβλημάτων και φυσικά στη διαδικασία της μάθησης. Η έκπτωση στην προσοχή δεν σημαίνει απαραίτητα πως θα συνοδεύεται από έκπτωση και στην σχολική επίδοση ή στις σχολικές ικανότητες. Το εάν και πόσο θα υπάρξει έκπτωση στην σχολική που θα συνοδεύει την έκπτωση σε κάποια στοιχεία της προσοχής, εξαρτάται από το είδος της προσοχής στο οποίο φαίνεται πως υστερεί το άτομο, καθώς και από τις δεδομένες σχολικές απαιτήσεις οι οποίες δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την εμφάνιση δυσκολιών.

Υπερκινητικότητα

Η δεύτερη βασική έννοια στη ΔΕΠΥ είναι η υπερκινητικότητα. Η υπερκινητικότητα αναφέρεται στην τάση του ατόμου να βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση. Τα άτομα με έντονη υπερκινητικότητα δεν μπορούν να σταθούν ακίνητα για μεγάλο χρονικό διάστημα όταν αυτό απαιτείται, μπορεί να μιλάνε ασταμάτητα ή να βρίσκουν αντικείμενα για να «παίζουν» προσπαθώντας να εκτονώσουν την αυξημένη ενεργητικότητα. Γενικά η έννοια της υπερκινητικότητας συναντάται κυρίως μέσα στα πλαίσια της ΔΕΠΥ, στην οποία μπορεί να αποτελεί βασικό δομικό στοιχείο. Η υπερκινητικότητα ως χαρακτηριστικό όμως δεν συναντάται αποκλειστικά και μόνο στα πλαίσια της ΔΕΠΥ. Μπορεί να είναι γνώρισμα και άλλων διαταραχών νευροφυσιολογικής φύσεως, συνδρόμων ή να είναι και παρενέργεια χρήσης φαρμακευτικών ουσιών.

Η υπερκινητικότητα ή η υπερδραστηριότητα ενός παιδιού δεν αποτελεί πάντοτε γνώρισμα ύπαρξης ΔΕΠΥ ή άλλης διαταραχής. Μπορεί να αποτελεί μια φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση σε μια περίοδο όπου στερούμαστε ερεθισμάτων στο περιβάλλον μας ή μιας περιόδου έντονης συναισθηματικής ανησυχίας. Γι’ αυτό το λόγο είναι σημαντικό, μέσα στα πλαίσια της αξιολόγησης μιας υπερκινητικής συμπεριφοράς, να έχουμε μια καθαρή εικόνα για τα πλαίσια και τις συνθήκες υπό τις οποίες εμφανίζεται.

Εικόνα των παιδιών με ΔΕΠΥ

Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ΔΕΠΥ είναι η δυσκολία συγκέντρωσης της προσοχής σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή/και μεταφορά της προσοχής από τη μία δραστηριότητα στην άλλη, η υπερκινητική συμπεριφορά όπως αυτή εκφράζεται μέσω υπερβολικής σωματικής δραστηριότητας αλλά και η παρορμητικότητα. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η ΔΕΠΥ είναι μια διαταραχή η οποία προς το παρόν δεν μπορεί να διαγνωστεί αποκλειστικά με τη χρήση κάποιων ψυχοφυσιολογικών δεδομένων και εργαστηριακών αναλύσεων. Αποτελεί διαταραχή που γίνεται εμφανής στο επίπεδο της καθημερινής συμπεριφοράς του ατόμου, οπότε και η συγκέντρωση στοιχείων για τη συμπλήρωση μιας επαρκούς κλινικής εικόνας απαιτεί τη μελέτη της συμπεριφοράς του ατόμου σε πολλά και διαφορετικά περιβάλλοντα.

Σε αυτό το σημείο, είναι χρήσιμο να δώσουμε ένα σύντομο ορισμό για τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της ΔΕΠΥ που αναφέραμε, όπως αυτά ορίζονται από το ICD-11 [2]World Health Organization. (2019). ICD-11 for Mortality and Morbidity Statistics. https://icd.who.int/browse11/l-m/en. Η δυσκολία συγκέντρωσης της προσοχής αναφέρεται σε σημαντική έκπτωση της ικανότητας του παιδιού να διατηρήσει την προσοχή του σε δραστηριότητες οι οποίες έχουν ελάχιστα ερεθίσματα ή ανταμοιβές (με απλά λόγια, είναι δραστηριότητες που δεν υπερφορτώνουν το σύστημα της προσοχής), συχνή διάσπαση της προσοχής ακολουθώντας νέα ερεθίσματα και σημαντική έκπτωση στην ικανότητα οργάνωσης του χώρου και του χρόνου εν συγκρίσει με τα παιδιά της ηλικίας του.

Η υπερκινητικότητα αναφέρεται στην έντονη κινητική δραστηριότητα αλλά και στη δυσκολία του παιδιού να παραμείνει ακίνητο και να ελέγξει τη συμπεριφορά του, σε τόπο και χρόνο που αυτό αναμένεται από το ίδιο βάσει της ηλικίας του. Τέλος, η παρόρμηση αναφέρεται στην τάση του παιδιού να αντιδρά αμέσως σε ερεθίσματα, δίχως να κάνει πλήρη επεξεργασία τους και να υπολογίσει τυχόν συνέπειες αυτής της αντίδρασης.

Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν είναι απαραίτητο πως είναι παρόντα σε όλες τις περιπτώσεις, καθώς σε ένα παιδί μπορεί να υπερέχει ένα ή περισσότερα από αυτά, ενώ τα άλλα μπορεί να εμφανίζονται με μειωμένη ένταση ή και καθόλου. Βάσει της ταξινόμησης του ICD-10 [3]Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. (1992). Διεθνής Στατιστική Ταξινόμηση Νοσημάτων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας (10ο έκδ.). https://www.who.int/classifications/icd/en/ , υπάρχει μία βασική κατηγορία «υπερκινητικών διαταραχών», κάτω από την οποία υπάρχουν υποκατηγορίες που ανταποκρίνονται στα ιδιαίτερα κλινικά χαρακτηριστικά. Οι υπερκινητικές διαταραχές περιγράφονται ως μία γενική ομάδα νευροαναπτυξιακών διαταραχών, οι οποίες εμφανίζονται κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, έως περίπου και την ηλικία των 5 ετών και οι οποίες χαρακτηρίζονται από δυσκολία συγκέντρωσης της προσοχής, δυσκολία μετακίνησης της προσοχής, παρορμητικότητα ή/και υπερβολική δραστηριότητα. Καθώς άλλα διαγνωστικά εγχειρίδια αναφέρονται στο σύνολο αυτών των διαταραχών ως ΔΕΠΥ, στο άρθρο αυτό θα χρησιμοποιείται ίσως καταχρηστικά αυτός ο όρος για να αναφερθεί σε αυτή στη γενική κατηγορία.

Υπάρχουν σημαντικά ερευνητικά ευρήματα [4]Knopik, V. S., Sparrow, E. P., Madden, P. A. F., Bucholz, K. K., Hudziak, J. J., Reich, W., Slutske, W. S., Grant, J. D., McLAUGHLIN, T. L., Todorov, A., Todd, R. D., & Heath, A. C. (2005). Contributions of parental alcoholism, prenatal substance exposure, and genetic transmission to child ADHD risk: A female twin study. Psychological Medicine, 35(5), 625–635. https://doi.org/10.1017/S0033291704004155 που υποδεικνύουν πως τα άτομα με ΔΕΠΥ συχνά έχουν ιστορικό λοιμώξεων, προγεννητικών (π.χ. χρήση ουσιών από τη μητέρα) και περιγεννητικών προβλημάτων (χαμηλό βάρος κατά τη γέννηση). Για παράδειγμα, η κατάχρηση μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ από τη μητέρα έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να γεννηθεί με μειωμένο βάρος, ενώ υπάρχει μεγάλο ρίσκο για εγκεφαλικές ανωμαλίες και βιολογικά προβλήματα τα οποία μπορεί να είναι γνωστικές διαταραχές (π.χ. ΔΕΠΥ) έως πολύ σοβαρές σωματικές ασθένειες (π.χ. καρδιακή ανεπάρκεια). Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις πως ορισμένες εγκεφαλικές κακώσεις σε συγκεκριμένα σημεία του εγκεφάλου -συγκεκριμένα του πρόσθιου λοβού- είναι πιθανόν να προκαλέσουν τουλάχιστον ορισμένα από τα βασικά συμπτώματα της ΔΕΠΥ [5]Wasserstein, J., & Stefanatos, G. A. (2016). Re-Examining ADHD as Corticostriatal Disorder: Implications for Understanding Common Comorbidities. The ADHD Report, 24(4), 1–10. https://doi.org/10.1521/adhd.2016.24.4.1. Φυσικά αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως όλα τα παιδιά που υπέστησαν κάποιου είδους κρανιοεγκεφαλική κάκωση στον πρόσθιο λοβό θα αναπτύξουν απαραίτητα την διαταραχή.

Λόγω των δυσκολιών τους, τα παιδιά με ΔΕΠΥ είναι πιθανόν να εμφανίζουν μία σύνθετη συμπεριφορά στην καθημερινότητά τους. Μπορεί να δίνουν την εικόνα των ατίθασων παιδιών που κάνουν συνεχώς ζημιές ή πειράζουν τους γύρω τους και ίσως να έχουν χαρακτηριστεί από τον περίγυρό τους ως ιδιαιτέρως επιθετικά. Κάποια παιδιά μπορεί να περιγράφονται ως πολύ αδέξια ή με αδυναμία στην απομνημόνευση. Ειδικά σε μεγαλύτερες ηλικίες, η δυσκολία ελέγχου της συμπεριφοράς και τα πολλαπλά αρνητικά σχόλια που έχουν εισπράξει τα παιδιά, είναι πιθανό να έχουν ως αντίκτυπο την ανάπτυξη χαμηλής αυτοεποίθησης ή απογοήτευσης από τις κοινωνικές συναναστροφές ή τη μαθησιακή δυσκολία, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε ένα μακρύ ιστορικό εγκατάλειψης προσπάθειας εμπλοκής σε δραστηριότητες, ιδιαίτερα ομαδικές. Δεν αποκλείεται ένα παιδί με ΔΕΠΥ, ιδιαίτερα εάν κυριαρχούν τα στοιχεία της υπερκινητικότητας και της παρόρμησης, να δυσκολεύεται να συνάψει στενές σχέσεις με άλλα παιδιά, τα οποία το αποφεύγουν γιατί μπορεί να δίνει την εικόνα του επιθετικού και ατίθασου παιδιού που περιγράψαμε πιο πάνω.

Πιο συγκεκριμένα, σχετικά με την εικόνα των παιδιών με ΔΕΠΥ εντός του σχολικού πλαισίου, αυτά συνήθως περιγράφονται ως παιδιά «σβούρες», που δυσκολεύονται να καθίσουν σε ένα σημείο ή ως παιδιά που ενοχλούν τους συμμαθητές τους ή διακόπτουν την ομαλή ροή του μαθήματος κάνοντας θόρυβο ή έχοντας διαταρακτική συμπεριφορά. Άλλα παιδιά, λόγω της δυσκολίας να παρακολουθήσουν την ομαλή ροή του μαθήματος ενδέχεται να έχουν την εικόνα των ονειροπόλων παιδιών τα οποία δεν ακούν όταν τους απευθύνεις το λόγο [6]Χριστοδούλου, Γ. Ν. (2004). Ψυχιατρική. ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις.. Επίσης, ειδικά στις περιπτώσεις που κυριαρχεί η παρορμητικότητα, μπορεί να περιγράφονται ως παιδιά ανυπόμονα, με ελάχιστη ανοχή στις ματαιώσεις ή ως παιδιά που δρουν δίχως να ενδιαφέρονται για τις συνέπειες των πράξεών τους για τα ίδια ή τους άλλους στον περίγυρό τους.

Οι συχνές συγκρούσεις με τους γονείς, ειδικά σε θέματα πειθαρχίας είναι κάτι που επίσης συναντάται συχνά στις περιπτώσεις παιδιών με ΔΕΠΥ, ιδιαίτερα εάν τα στοιχεία της υπερκινητικότητας και παρορμητικότητας είναι πιο έντονα. Η δυσκολία διαχείρισης της συμπεριφοράς του παιδιού μπορεί να προκαλέσει συγκρούσεις και ρήξεις εντός της οικογένειας, με τους γονείς να διαφωνούν στον τρόπο διαπαιδαγώγησης και γενικότερης διαχείρισης του παιδιού. Βλέπουμε δηλαδή πως μία νευροαναπτυξιακή διαταραχή μπορεί να επηρεάσει ένα ολόκληρο σύστημα, όπως αυτό της οικογένειας. Αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η αποτελεσματική διαχείριση της ΔΕΠΥ απαιτεί την συμμετοχή ολόκληρου του οικογειακού περιβάλλοντος.

Δεδομένου ότι τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ κάνουν την εμφάνισή τους εξ’ ορισμού κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, στην οποία γενικότερα στο σύνολο των παιδιών κυριαρχούν συμπεριφορές παρορμητικότητας και υπερδραστηριότητας, η διάγνωση της ΔΕΠΥ οφείλει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή. Παιδιά που εμφανίζουν κάποια ή και όλα τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ δεν σημαίνει αυτόματα ότι έχουν τη συγκεκριμένη νευροαναπτυξιακή διαταραχή. Η πολυπλοκότητα των συμπτωμάτων, η σύνθετη ψυχοσυναισθηματική εικόνα των παιδιών σε αυτή την ηλικία αλλά και το γεγονός ότι υπάρχουν υψηλά ποσοστά συνοσηρότητας της ΔΕΠΥ με άλλες ψυχοσυναισθηματικές διαταραχές της παιδικής ηλικίας, καθιστά τη διάγνωση ως μία ιδιαίτερα λεπτή και εξαιρετικά δύσκολη δουλειά για τους ειδικούς ψυχικής υγείας. Ο χρυσός κανόνας που μπορούν να εφαρμόσουν οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και όλοι όσοι είναι σε θέση να παραπέμψουν ένα παιδί για αξιολόγηση είναι αυτός που ισχύει για όλες τις ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες: απευθυνόμαστε στους ειδικούς όταν οι δυσκολίες επιμένουν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ή/και η έντασή τους είναι τέτοια ώστε εμποδίζει το άτομο να είναι επαρκώς λειτουργικό στην καθημερινότητά του.

Τέλος, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως πολλά παιδιά, ιδιαίτερα της προσχολικής και πρώιμης σχολικής ηλικίας, είναι φυσικά υπερκινητικά, φλύαρα και απρόσεκτα χωρίς αυτό να σημαίνει πως πάσχουν απαραίτητα από ΔΕΠΥ. Μια βασική διαφορά των φυσιολογικά ανήσυχων παιδιών και των παιδιών με ΔΕΠΥ που είναι εντοπίζεται σχετικά εύκολα είναι η ηλικία έναρξης της απρόσεκτης και επικίνδυνης συμπεριφοράς. Τα παιδιά με την διαταραχή εμφανίζονται υπερδραστήρια ήδη από πολύ μικρές ηλικίες. Για παράδειγμα, έχει αναφερθεί πως ήδη από την ηλικία του 1,5 έτους τα παιδιά αυτά εμφανίζουν ενδείξεις υπερκινητικότητας ακόμη και στον ύπνο τους [7]Davison, G. C., & Neale, J. M. (1993). Abnormal Psychology. John Wiley & Sons.. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε πως η αντίληψη που επικρατεί ότι η ΔΕΠΥ εμφανίζεται στα μικρά παιδιά και εξαφανίζεται όταν αυτά μεγαλώσουν είναι λανθασμένη. Σύμφωνα με μακροχρόνιες έρευνες στον χώρο φαίνεται πως τα παιδιά που παρουσίασαν συμπτώματα ΔΕΠΥ, συνέχισαν να τα εμφανίζουν ακόμη και κατά την περίοδο της εφηβικής ηλικίας σε ένα ποσοστό της τάξεως του 50-70% [8]Mannuzza, S. (1991). Hyperactive Boys Almost Grown Up: V. Replication of Psychiatric Status. Archives of General Psychiatry, 48(1), 77. Mannuzza, S. (1991). Hyperactive Boys Almost Grown Up: V. Replication of Psychiatric Status. Archives of General Psychiatry, 48(1), 77. https://doi.org/10.1001/archpsyc.1991.01810250079012 .

Όπως συμβαίνει και με τις σωματικές ασθένειες, έτσι και στις νευροαναπτυξιακές διαταραχές ισχύει η βασική αρχή πως όσο το νωρίτερα γίνει η διάγνωση τόσο το καλύτερο για το παιδί και το περιβάλλον του, καθώς θα μπορέσουν να λάβουν έγκαιρα οδηγίες και να υποστηριχθούν από εξειδικευμένο προσωπικό ώστε να διαχειριστούν τις όποιες συνοδές δυσκολίες της ΔΕΠΥ.

Συνοδευτικές Εικόνες

Το κείμενο προσφέρεται με άδεια ""Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές". Μπορείτε να αντιγράψετε και να μοιραστείτε το κείμενο δίχως να το αλλάξετε και αποκλειστικά για μη εμπορική χρήση, μόνο εφόσον αναφέρετε τον συντάκτη και την πηγή. Για οποιαδήποτε άλλη χρήση και άρση των περιορισμών απαιτείται η γραπτή άδεια του συντάκτη.

Δημήτρης Αγοραστός

Πηγές / Διαβάστε περισσότερα

Πηγές / Διαβάστε περισσότερα
1 Styles, E. A. (2005). The psychology of attention. Taylor & Francis e-Library. http://www.myilibrary.com?id=22519
2 World Health Organization. (2019). ICD-11 for Mortality and Morbidity Statistics. https://icd.who.int/browse11/l-m/en
3 Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. (1992). Διεθνής Στατιστική Ταξινόμηση Νοσημάτων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας (10ο έκδ.). https://www.who.int/classifications/icd/en/
4 Knopik, V. S., Sparrow, E. P., Madden, P. A. F., Bucholz, K. K., Hudziak, J. J., Reich, W., Slutske, W. S., Grant, J. D., McLAUGHLIN, T. L., Todorov, A., Todd, R. D., & Heath, A. C. (2005). Contributions of parental alcoholism, prenatal substance exposure, and genetic transmission to child ADHD risk: A female twin study. Psychological Medicine, 35(5), 625–635. https://doi.org/10.1017/S0033291704004155
5 Wasserstein, J., & Stefanatos, G. A. (2016). Re-Examining ADHD as Corticostriatal Disorder: Implications for Understanding Common Comorbidities. The ADHD Report, 24(4), 1–10. https://doi.org/10.1521/adhd.2016.24.4.1
6 Χριστοδούλου, Γ. Ν. (2004). Ψυχιατρική. ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις.
7 Davison, G. C., & Neale, J. M. (1993). Abnormal Psychology. John Wiley & Sons.
8 Mannuzza, S. (1991). Hyperactive Boys Almost Grown Up: V. Replication of Psychiatric Status. Archives of General Psychiatry, 48(1), 77. Mannuzza, S. (1991). Hyperactive Boys Almost Grown Up: V. Replication of Psychiatric Status. Archives of General Psychiatry, 48(1), 77. https://doi.org/10.1001/archpsyc.1991.01810250079012

Δημήτρης Αγοραστός

Ψυχολόγος και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Σχολική Ψυχολογία (ΑΠΘ) και στις Νευροσυμπεριφορικές Επιστήμες (University of Tuebingen). Ασχολείται με την ανάπτυξη ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά και εφήβους, καθώς και με την αξιολόγησή τους στα πλαίσια εντοπισμού και αντιμετώπισης μαθησιακών και ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών. Επιπλέον, μέσα από τις δομές και τις υπηρεσίες στις οποίες εργάζεται, παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και παιδιών.Έχει εμπειρία παροχής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...