Θεωρία του Δεσμού: Προβλήματα συμπεριφοράς και ψυχοπαθολογία
Σε προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στις βασικές έννοιες της θεωρίας του δεσμού. Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια σύνδεση της θεωρίας με σύγχρονα προβλήματα συμπεριφοράς και ψυχοπαθολογίας, τόσο στην παιδική όσο και στην ενήλικη ζωή. Καθώς θα χρησιμοποιήσουμε όρους που αναλύθηκαν στο προηγούμενο άρθρο, νομίζω πως είναι χρήσιμο να διαβαστεί ώστε ο αναγνώστης να εξασφαλίσει μια καλύτερη κατανόηση των όσων θα παρουσιαστούν εδώ.
Η υιοθέτηση των εσωτερικευμένων προτύπων διεργασίας, τα οποία αναλύσαμε στο προηγούμενο άρθρο, είναι μια μακρόχρονη διαδικασία η οποία οικοδομείται καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας και είναι αποτέλεσμα των σταθερών εμπειριών που έχει το άτομο, οι οποίες το οδηγούν στην υιοθέτηση συγκεκριμένων προτύπων. Ο Bowlby [1]Bowlby, J. (1973). Seperation, Anxiety and Anger (τ. 2). New York: Basic Books. συνέδεσε την δημιουργία μη ασφαλών δεσμών και τη διακοπή τους με την ανάπτυξη προβληματικών συμπεριφορών και ψυχοπαθολογίας τόσο κατά την παιδική ηλικία όσο και στην ενήλικη ζωή. Σε μία από τις πρώτες και πιο γνωστές του έρευνες, ο Bowlby [2]Bowlby, J. (1944). Forty-Four Juvenile Thieves: Their Character and Home-Life. The International Journal of Psychoanalysis, 25, 19–53.) συνέκρινε 44 έφηβους που είχαν καταδικαστεί για κλοπές με έφηβους οι οποίοι παρουσίαζαν συναισθηματικές αστάθειες αλλά δεν έκλεψαν. Παρατήρησε πως υπήρχαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες, με τους «κλέφτες» να έχουν αυξημένα ποσοστά έλλειψης συναισθήματος, ενώ είχαν αυξημένα ποσοστά αποχωρισμού από τις μητέρες τους για διάρκεια μεγαλύτερη των 6 μηνών πριν την ηλικία των 5 ετών σε σχέση με τους άλλους έφηβους της ομάδας ελέγχου. Βάσει αυτών των ευρημάτων ο Bowlby συμπέρανε ότι η εκτεταμένη απομάκρυνση της μητέρας πριν τα 5 έτη συσχετίζεται με αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης αντικοινωνικής και παραβατικής συμπεριφοράς κατά την εφηβεία.
Προβλήματα ανάπτυξης ασφαλούς δεσμού και αισθήματος αυτάρκειας
Όπως είδαμε, η ύπαρξη ενός ασταθούς οικογενειακού περιβάλλοντος, η ανεπάρκεια των γονέων να καλύψουν τις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών αλλά και η πίεση από πλευράς τους για υιοθέτηση διαστρεβλωμένων πρακτικών, όπως η αντιστροφή των ρόλων του φροντιστή-γονέα με το φροντιζόμενο-παιδί, οδηγούν τα παιδιά σε υιοθέτηση μη υγιών προτύπων για τον εαυτό τους και την ανάπτυξη των σχέσεων. Όταν ο Bowlby προσπάθησε να αναλύσει τα χαρακτηριστικά των οικογενειακών συστημάτων και γονεϊκών πρακτικών που βραχυχρόνια οδηγούν τα παιδιά στην ανάπτυξη ασφαλούς δεσμού με μητέρα αλλά και μακροχρόνια τους δημιουργούν ένα αίσθημα αυτάρκειας, κατέληξε σε κάποιες βασικές καλές πρακτικές.
Οι γονείς που καταφέρνουν να είναι παρόντες και να παρέχουν την γονεϊκή υποστήριξη έγκαιρα όταν αυτό απαιτείται αλλά ταυτόχρονα ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να αναπτύξουν αισθήματα αυτονομία τους δημιουργούν ένα αίσθημα ασφάλειας ενώ ταυτόχρονα τους επιτρέπουν να ανακαλύψουν τις δυνάμεις τους και τις ικανότητές τους, οδηγώντας τα προς την αυτονομία. Ταυτόχρονα, ο Bowlby υπογράμμισε την σημασία που έχει προς αυτή την κατεύθυνση και η προσπάθεια των γονέων να δημιουργήσουν ένα εσωτερικευμένο πρότυπο διεργασίας στα παιδιά το οποίο ενώ είναι ειλικρινές και βασίζεται στις πραγματικές ικανότητες του παιδιού, ταυτόχρονα παραμένει ανοιχτό προς αναθεώρηση. Σύμφωνα με τον Bowlby, η υιοθέτηση καλών και κακών προτύπων περνάνε από γενιά σε γενιά μέσα από το σύστημα μικρο-κουλτούρας της οικογένειας, που αυτό σημαίνει πως μια ψυχικά υγιής οικογένεια τείνει να ανατρέφει παιδιά τα οποία είναι ψυχικά υγιή.
Ο Bowlby συνέδεσε το οικογενειακό περιβάλλον και τα εσωτερικευμένα πρότυπα διεργασίας με την ανάπτυξη συμπεροφορικών προβλημάτων στα παιδιά. Στο δεύτερο τόμο της τριλογίας του αναφέρεται εκτεταμένα σε μια χαρακτηριστική έρευνα των Peck και Havighurst [3]Peck, R. F., & Havighurst, R. J. (1960). The Psychology of Character Development. New York: Wiley η οποία κατέληξε σε 5 βασικούς τύπους παιδιών που μπορούν ανατραφούν από οικογένειες με αντίστοιχες ποιοτικές διαφορές μεταξύ τους. Ο Bowlby κάνει τη σύνδεση ανάμεσα στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των εσωτερικευμένων προτύπων διεργασίας των παιδιών αυτών με τα χαρακτηριστικά των οικογενειών τους.
«Ανήθικα παιδιά»: Τα παιδιά αυτά δυσκολεύονται να αντιληφθούν τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες βρίσκονται, έχουν φτωχή αντίληψη του εαυτού τους και των άλλων, παρουσιάζουν μια έντονη επιθετική συμπεριφορά. Δεν αντιλαμβάνονται και δεν δέχονται τους κοινωνικούς κανόνες. Ταυτόχρονα αισθάνονται τύψεις για τη συμπεριφορά τους, αλλά αυτό δεν είναι ένας αποτρεπτικός παράγοντας για την επανάληψη ανάλογων συμπεριφορών στο μέλλον. Η αδυναμία τους να ελέγξουν τη συμπεριφορά τους, ενώ αισθάνονται τύψεις τους δημιουργεί έντονες εσωτερικές συγκρούσεις και επομένως δεν έχουν αυτό-εκτίμηση και θετική αυτό-εικόνα. Βρίσκονται δηλαδή σε μία μόνιμη κατάσταση σύγκρουσης με τον εαυτό τους και τον κόσμο. Οι οικογένειες αυτών των παιδιών δείχνουν έντονη έλλειψη εμπιστοσύνης στα παιδιά τους, ενώ δεν ανταποκρίνονται στις συναισθηματικές τους ανάγκες. Εν ολίγοις, τα παιδιά μεγαλώνουν σε ένα κλίμα συναισθηματικής ανασφάλειας. Ταυτόχρονα, το οικογενειακό περιβάλλον δεν έχει σταθερότητα ούτε στην οριοθέτηση των μελών της, συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών. Τα παιδιά αυτά απορρίπτουν την οικογένειά τους και εν συνεχεία και τον υπόλοιπο κόσμο.
«Μεθοδικά παιδιά»: Τα παιδιά αυτά λαμβάνουν ικανοποίηση όταν καταφέρνουν να ταιριάξουν με το περιβάλλον τους, αποφεύγοντας ταυτόχρονα όσο το δυνατόν περισσότερες κοινωνικές επιταγές που απαιτούν από αυτά να συμπεριφέρονται με έναν κοινωνικά θετικό τρόπο. Ενώ θέλουν την κοινωνική αναγνώριση και τη ζεστασιά των κοινωνικών σχέσεων, δεν έχουν αναπτύξει τις ικανότητες για κοινωνική εγγύτητα. Τα παιδιά αυτά, σε αντίθεση με τα «ανήθικα παιδιά», δεν στρέφονται ενάντια στην κοινωνία αλλά κυρίως ενάντια στον εαυτό τους. Οι γονείς αυτών των παιδιών δίνουν μια απεριόριστη ελευθερία στα παιδιά τους να λαμβάνουν αποφάσεις, ενώ ταυτόχρονα είναι πολύ χαλαροί στην οριοθέτησή τους. Αν και οι γονείς φαίνεται να είναι υποστηρικτικοί στις επιλογές των παιδιών τους, η έλλειψη οριοθέτησης και καθοδήγησης δεν υποδεικνύει μια ειλικρινή αναγνώριση των δυνατοτήτων των παιδιών ή ανησυχία για τα παιδιά ως άτομα. Τα παιδιά αυτά μπορούν εύκολα να στραφούν κατά της οικογένειάς τους και εν συνεχεία κατά της υπόλοιπης κοινωνίας όποτε κάτι τέτοιο είναι θεμιτό για τους στόχους τους.
Τα «προσαρμοστικά παιδιά»: τα παιδιά αυτά παρόλο που είναι εχθρικά, ελέγχουν την εχθρικότητά τους με μια ισχυρή και τιμωρητική συνείδηση. Αισθάνονται άσχημα που έχουν έντονες αντικοινωνικές παρορμήσεις, δεν αγαπούν τον εαυτό τους αλλά ούτε βρίσκουν εύκολα πράγματα να αγαπήσουν και στους άλλους γύρω τους. Δεν μπορούν να ελέγξουν την τιμωρητική τους συνείδηση, οπότε εμφανίζουν έντονα ενοχικά συναισθήματα, είναι δυστυχισμένα και σπάνια εκφράζουν την άποψή τους. Οι οικογένειες αυτών των παιδιών θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αυταρχικές και τιμωρητικές, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει έντονη έλλειψη εμπιστοσύνης.
Τα «παράλογα-φιλότιμα παιδιά»: Τα παιδιά αυτά ακολουθούν τις κοινωνικές επιταγές, έχοντας αναπτύξει ένα ισχυρό υπερεγώ. Παρουσιάζουν μια αυτόματη αλτρουιστική συμπεριφορά, η οποία όμως δεν πηγάζει από τα προσωπικά τους πιστεύω αλλά από τις κοινωνικές επιταγές. Είναι αυστηρά τόσο με τους εαυτούς τους όσο και με τους άλλους και απαιτούν από όλους να ακολουθούν τους τυπικούς κοινωνικούς κανόνες όπως ακριβώς τους ακολουθούν και οι ίδιοι. Οι οικογένειες αυτών των παιδιών επιβάλουν πολύ αυστηρούς οικογενειακούς κανόνες και οριοθετούν αντίστοιχα αυστηρά τα παιδιά. Δεν φαίνεται πως αναπτύσσεται όμως ένα αίσθημα εμπιστοσύνης ανάμεσα στην οικογένεια.
Τα «λογικά-αλτρουιστικά παιδιά»: Η τελευταία ομάδα είναι τα παιδιά εκείνα τα οποία σέβονται τον κοινωνικό τους περίγυρο όσο σέβονται και τον εαυτό τους. Παρουσιάζουν συναισθηματική σταθερότητα και γνωρίζουν το εύρος των δυνατοτήτων τους, έχοντας υψηλό αίσθημα εμπιστοσύνης και στους γύρω τους. Οι οικογένειες αυτών των παιδιών τείνουν να εγκρίνουν τα παιδιά, τις δραστηριότητές τους και τους φίλους τους, ενώ ταυτόχρονα εμπλέκονται σε πολλές δραστηριότητες μαζί τους, έχοντας οικοδομήσει μια αρμονική σχέση. Υπάρχει μια σταθερότητα και οριοθέτηση στις δραστηριότητες της καθημερινότητας η οποία όμως δεν είναι άκαμπτη και επιδέχεται αλλαγές. Γενικότερα, οι γονείς εμπιστεύονται τα παιδιά τους ενώ είναι συναισθηματικά δοτικοί. Τα θετικά συναισθήματα των παιδιών για τους γονείς τους αργότερα μεταφέρονται και στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο. Οι συμπεριφορές των παιδιών δεν είναι άκαμπτες και οι κανόνες που τις χαρακτηρίζουν μπορούν να αλλάξουν ανάλογα με την κοινωνική περίσταση.
Άγχη και φοβίες κατά την παιδική ηλικία
Σχολική Φοβία
Ο Bowlby έκανε ιδιαίτερη μνεία στην ανάπτυξη σχολικής φοβίας κατά την παιδική ηλικία ως αποτέλεσμα ανάπτυξης συγκεκριμένων μοτίβων σχέσεων με τους γονείς και ιδιαίτερα με το πρόσωπο πρόσδεσης. Θεώρησε πως η ανάπτυξη φοβικών αντιδράσεων που εκφράζονται με μέσω έντονου άγχους και φόβων είναι τεσσάρων διακριτών μοτίβων οικογενειακής αλληλεπίδρασης. Το αποτέλεσμα και των 4 προβληματικών μοτίβων συμπεριφοράς είναι πως το παιδί δυσκολεύεται να πάει σε νέα περιβάλλοντα, με αποτέλεσμα να τα αποφεύγει και έτσι να αναπτύξει φοβίες όπως η αγοραφοβία αλλά και η άρνηση να πάει σε σχολείο ή σε εξωσχολικές δραστηριότητες. Αν και ο Bowlby παρουσιάζει τα 4 μοτίβα συμπεριφοράς διακρίνοντας ξεκάθαρα το ένα από το άλλο, εντούτοις τονίζει πως είναι πολύ πιθανό στοιχεία από αυτά τα μοτίβα να εμφανίζονται ταυτόχρονα.
Το «Μοτίβο A» είναι αυτό κατά το οποίο η μητέρα (ή, πιο σπάνια, ο πατέρας) αντιμετωπίζει η ίδια χρόνιο άγχος αποχωρισμού και προσπαθεί να κρατήσει το παιδί στο σπίτι ως συνοδό / σύντροφο. Το παιδί δεν ενθαρρύνεται να απομακρυνθεί από τη μητέρα του η οποία αναπτύσσει συμπτώματα άγχους αποχωρισμού όταν το παιδί απομακρύνεται από αυτή. Το παιδί μεγαλώνει αναπτύσσοντας ένα εσωτερικευμένο πρότυπο διεργασίας σύμφωνα με το οποίο το ίδιο είναι ανέτοιμο να αντιμετωπίσει τη σκληρή πραγματικότητα πέραν των πλαισίων της σχέσης του με τη μητέρα, μαθαίνοντας να φοβάται τους «αυστηρούς δασκάλους», τις ασθένειες ή τα άλλα παιδιά που μπορεί να του φερθούν άσχημα εάν απομακρυνθεί από την ασφαλή του βάση. Η μητέρα που έχει αυτό το μοτίβο συμπεριφοράς μπορεί να δυσκολεύεται ή να αρνείται να αφήσει το παιδί της να μπει στο σχολείο όταν το συνοδεύει η ίδια ή να το κάνει να αισθάνεται ένοχο εάν έχει ευχάριστες αλληλεπιδράσεις με άλλους πέραν της ίδιας. Ο Bowlby περιγράφει περιπτώσεις μητέρων που ακολουθούν το «Μοτίβο Α», οι οποίες αναπτύσσουν ψυχοσωματικά συμπτώματα όταν το παιδί τους φεύγει μακριά τους ή οι οποίες κάνουν νέα παιδιά όταν τα προηγούμενα έχουν απομακρυνθεί από τις ίδιες. Στις οικογένειες με αυτό το μοτίβο, οι ρόλοι γονέα-παιδιού μπορεί να αντιστραφούν και το παιδί να κληθεί να γίνει φροντιστής του γονέα.
Το δεύτερο, «Μοτίβο Β», περιγράφει μία κατάσταση στην οποία το παιδί φοβάται ότι κάτι πολύ άσχημο θα συμβεί στη μητέρα του (ή τον πατέρα του), όταν αυτό είναι εκτός σπιτιού και η μητέρα του μένει πίσω, οπότε το παιδί παραμένει στο σπίτι για να το αποτρέψει. Ο φόβος αυτός μπορεί να αφορά είτε το κεντρικό πρόσωπο πρόσδεσης, είτε κάποιο από τον στενό κύκλο του παιδιού. Ο Bowlby αναφέρει δύο εξηγήσεις για τις περιπτώσεις που τα παιδιά αναπτύσσουν το «Μοτίβο Β». Η πρώτη ερμηνεία είναι ψυχαναλυτική, σύμφωνα με την οποία το παιδί έχει υποσυνείδητες αρνητικές σκέψεις για τη μητέρα του και φοβάται ότι αυτές οι σκέψεις θα πραγματοποιηθούν. Η δεύτερη ερμηνεία αφορά πραγματικούς φόβους του παιδιού βάσει της εμπειρίας του ή των όσων έχει ακούσει. Για παράδειγμα, ένα παιδί που ακούει για ένα τρομερό ατύχημα ή ασθένεια που συνέβη σε κάποιον άλλο γείτονα ή συγγενή, μπορεί να αρχίσει να φοβάται ότι κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και στους δικούς του ανθρώπους και ιδιαίτερα στη μητέρα του. Οι γονείς μπορεί να προκαλέσουν τέτοιους φόβους εάν αναφέρουν ότι μπορεί να αρρωστήσουν ή να πεθάνουν. Ο Bowlby υποστήριζε ότι πριν αποδεχθούμε εναλλακτικές ψυχαναλυτικές ερμηνείες θα πρέπει να αποκλείσουμε την ύπαρξη φόβου βάσει πραγματικών εμπειριών του παιδιού. Επιπλέον, καθώς πολλά παιδιά που θα έχουν παρόμοιες εμπειρίες δεν θα αναπτύξουν φόβο αποχωρισμού, ο Bowlby θεώρησε ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που εμπλέκονται στην ανάπτυξη των φόβων. Ένας παράγοντας είναι ο βαθμός απόκρυψης πληροφοριών για τη σοβαρότητα μιας ασθένειας ή κατάστασης που βιώνει ο γονιός. Όσο περισσότερες πληροφορίες αποκρύπτονται, τόσο πιο πιθανό είναι να αναπτύξει έντονη ανησυχία το παιδί. Ένας δεύτερος παράγοντας, όπως αναφέρθηκε ήδη, είναι οι περιπτώσεις που γίνονται απειλές των γονέων ότι θα πεθάνουν, ότι κάτι σοβαρό θα τους συμβεί ή ότι θα εγκαταλείψουν το παιδί εάν δεν υπακούσει σε αυτά που του λένε.
Το «Μοτίβο Γ» παρουσιάζεται πιο σπάνια σε σχέση με τα δύο πρώτα. Σε αυτό το παιδί φοβάται ότι κάτι πολύ άσχημο θα συμβεί στο ίδιο εάν φύγει από το σπίτι, οπότε παραμένει εκεί ώστε να το αποτρέψει. Και σε αυτή την περίπτωση η βασική αιτία για την ανάπτυξη αυτού του μοτίβου είναι οι σχετικές άμεσες ή έμμεσες απειλές των γονέων προς το παιδί ότι θα το δώσουν σε άλλη οικογένεια. Το παιδί αντιδράει σε αυτές τις απειλές είτε με φόβο και άγχος, είτε με προκλητική συμπεριφορά που αντιγράφει τις απειλές που δέχεται.
Το τελευταίο «Μοτίβο Δ» είναι επίσης σπάνιο σε σχέση με τα πρώτα δύο. Σε αυτή την περίπτωση η μητέρα (ή, πιο σπάνια, ο πατέρας) φοβάται ότι κάτι πολύ άσχημο θα συμβεί στο παιδί στο σχολείο, οπότε το κρατάει στο σπίτι για να το αποτρέψει. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί το παιδί να πάσχει από μία χρόνια ασθένεια ή να είναι ελαφρώς φιλάσθενο χωρίς σημαντικές επιπλοκές στην υγεία του που να το καθιστούν ανίκανο να είναι μακριά από τον φροντιστή του. Και σε αυτή την περίπτωση ο Bowlby αναφέρει ότι η εξήγηση μπορεί να βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα όπως είναι η ασθένεια του παιδιού ή να έχει βαθύτερα ψυχαναλυτικά αίτια όπως είναι οι ασυνείδητες σκέψεις των γονέων να βλάψουν το παιδί τις οποίες προσπαθούν να αποτρέψουν έχοντας το παιδί κοντά τους.
Ειδικές φοβίες
Φοβίες
Ο Bowlby υποστήριζε πως η ανάπτυξη ενός ανασφαλούς δεσμού είναι η πηγή πολλών από τις φοβίες που μπορεί να αναπτύξουν τα παιδιά και αργότερα να παγιωθούν μέσω των εσωτερικευμένων προτύπων διεργασίας ακόμη και έως την ενήλικη ζωή. Πολλές από τις παιδικές φοβίες σχετίζονται με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της σχέσης που αναπτύσσει το παιδί με τη μητέρα του.
Αν και κάθε βρέφος έρχεται στον κόσμο με συγκεκριμένες προδιαθέσεις για να φοβάται συγκεκριμένα πράγματα περισσότερο από άλλα, το αν και πως θα αναπτυχθούν φοβικά συμπτώματα εξαρτάται από 3 παράγοντες, σύμφωνα με τον Bowlby: 1) την διαθεσιμότητα της μητέρας να λειτουργήσει ως «ασφαλής βάση», 2) την ανάπτυξη των εσωτερικευμένων προτύπων διεργασίας μέσω της συνεχούς αναθεώρησής τους κατά την παιδική ηλικία και 3) τις αντικειμενικές εμπειρίες που μπορεί να είχε ένα παιδί οι οποίες να συνέβαλαν στην ανάπτυξη φοβιών. Στα πρώτα δύο έτη αυξάνεται ο αριθμός των πραγμάτων που φοβάται ένα παιδί, ενώ μετά τα 5 έτη σταδιακά μειώνονται ή το παιδί αρχίζει να φοβάται όλο και περισσότερο συγκεκριμένα ερεθίσματα. Ο Bowlby υποστήριζε ότι η φύση των εμπειριών που έχει ένα παιδί και οι εσωτερικές διεργασίες που τις ακολουθούν, βάσει και της αντίδρασης του περιβάλλοντος θα διαμορφώσει τον αριθμό των αντικειμένων που προκαλούν φοβικές αντιδράσεις και την ένταση των αντιδράσεων αυτών.
Η έννοια των εσωτερικευμένων προτύπων διεργασίας είναι βασική για να κατανοήσουμε την ανάπτυξη των φοβιών. Όπως προαναφέρθηκε, τα εσωτερικευμένα πρότυπα διεργασίας αξιοποιούνται όχι μόνο για την ερμηνεία σύγχρονων βιωμάτων αλλά και για την πρόβλεψη μελλοντικών συμπεριφορών. Η μη διαθεσιμότητα της μητέρας μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά στην δημιουργία ασφαλούς δεσμού. Η απουσία της μητέρας ως ασφαλής βάση η οποία είναι διαθέσιμη αλλά και πρόθυμη να προστατεύσει το παιδί δημιουργεί αυξημένο άγχος και αποτρέπει το παιδί τόσο να εξερευνήσει τον κόσμο, όσο και να αντιμετωπίσει επιτυχώς τους φόβους του. Η εμπιστοσύνη του παιδιού στη μητέρα ως «ασφαλή βάση» έχει δύο κύρια χαρακτηριστικά: την αξιολόγηση της μητέρας ως ενός προσώπου που ανταποκρίνεται στο κάλεσμα για βοήθεια και την αξιολόγηση του ίδιου του εαυτού του παιδιού ως ένα άτομο το οποίο θα λάβει βοήθεια εάν τη χρειαστεί, ιδιαίτερα από τη μητέρα του.
Αγχώδης δεσμός
Ο Bowlby παρατήρησε πως ο αγχώδης δεσμός ενός παιδιού μπορεί να εκδηλωθεί με πολλούς τρόπους σε όλες τις ηλικίες. Η συμπεριφορά προσκόλλησης είτε κυριολεκτική, στην περίπτωση ιδιαίτερα των βρεφών και των μικρών παιδιών, είτε μεταφορική, μπορεί να εμφανιστεί ως ζήλια, απληστία, έντονη κτητικότητα, ανωριμότητα, υπερεξάρτηση ή με τη μορφή «έντονου» δεσμού. Ο Bowlby υπογράμμισε ωστόσο ότι καθώς όλες αυτές οι συμπεριφορές μπορούν να έχουν πολλά και διαφορετικά νοήματα, θα πρέπει οι ειδικοί ψυχικής υγείας να είναι πολύ προσεκτικοί πριν χαρακτηρίσουν έναν δεσμό ως «αγχώδη» και τη σχέση του παιδιού με το πρόσωπο πρόσδεσης ως υπερεξάρτηση. Πολιτισμικοί παράγοντες αλλά και κοινωνικο-βιολογικοί παράγοντες μπορεί να παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη συμπεριφορών που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν προβληματικές, αλλά είναι μια φυσιολογική ανάπτυξη πιο ισχυρών δεσμών μεταξύ του προσώπου πρόσδεσης και του παιδιού.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν περιπτώσεις που αναπτύσσονται συμπεριφορές που μπορεί να χαρακτηριστούν ως νευρωτικές και αναπτύσσονται δεσμοί που είναι όντως αγχώδεις. Καθώς το πρόσωπο πρόσδεσης δεν θεωρείται διαθέσιμο να υποστηρίξει το παιδί και δεν ανταποκρίνεται στις συναισθηματικές ανάγκες του, το παιδί αναπτύσσει ως στρατηγική την έντονη προσκόλλησή του προς αυτό για να εξασφαλίσει την διαθεσιμότητά τους. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση όμως ο Bowlby υπογραμμίζει ότι δεν πρέπει να αναφερόμαστε σε αυτή την κλινική εικόνα ως «υπερεξάρτηση» ή «άγχος αποχωρισμού», καθώς έτσι δεν δίνουμε έμφαση στην πηγή της συμπεριφοράς αυτής η οποία είναι ο αγχώδης δεσμός που έχει αναπτύξει το παιδί με το πρόσωπο πρόσδεσης. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, υπάρχουν διάφοροι λόγοι που ωθούν ένα παιδί να μην θεωρεί το πρόσωπο πρόσδεσης ως διαθέσιμο, ακόμη και εάν το πρόσωπο αυτό είναι στο περιβάλλον του παιδιού και προσπαθεί να ανταποκριθεί. Οι απειλές εγκατάλειψης ή ο αποχωρισμός του παιδιού από τον φροντιστή του για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τα πρώτα 2-3 έτη της ζωής του αναφέρονται επανειλημμένα από τον Bowlby ως δύο από τις πιο χαρακτηριστικές αιτίες.
Στην περίπτωση των παιδιών που μεγαλώνουν δίχως μια σταθερή μητρική φιγούρα, ο Bowlby παρατηρούσε πως παρ’ όλη την μεταρρύθμιση που είχε γίνει μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο στον τρόπο που λειτουργούσαν τα ορφανοτροφεία στο Ηνωμένο Βασίλειο, ώστε οι συνθήκες να είναι πιο «οικογενειακές», αυτή δεν ήταν αρκετή. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλον ορφανοτροφείου έχουν πιο καθυστερημένη γνωστική ανάπτυξη, ενώ δεν αναπτύσσουν δεσμό με συγκεκριμένα πρόσωπα όπως τα μέσα παιδιά που μεγαλώνουν σε οικογενειακό περιβάλλον. Στις περιπτώσεις που η μητέρα τους επισκέπτεται τα παιδιά στο ορφανοτροφείο, αυτή είναι το κύριο πρόσωπο πρόσδεσης, ενώ αντίστοιχα το ίδιο συμβαίνει και με τα παιδιά τα οποία είχαν μια συγκεκριμένη νοσοκόμα με την οποία είχαν καθημερινή επαφή για λίγα λεπτά κάθε ημέρα. Η έλλειψη ενός σταθερού προσώπου πρόσδεσης που είναι άμεσα διαθέσιμο και ενός μικρού και συγκεκριμένου αριθμού φροντιστών, σύμφωνα με τα δεδομένα που παρουσιάζει το Bowlby έχει σημαντικό αντίκτυπο στην γνωστική αλλά και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών στα ορφανοτροφεία. Αυτά τα παιδιά αναπτύσσουν σε μεγαλύτερο βαθμό ανασφαλείς και αγχώδεις δεσμούς και φοβούνται περισσότερο τρίτα πρόσωπα σε σχέση με τα παιδιά που μεγαλώνουν με τις οικογένειές τους.
Σύμφωνα με τον Bowlby, ανάλογα αποτελέσματα φαίνεται πως έχει η απομάκρυνση του παιδιού από το πρόσωπο πρόσδεσης για ένα πιο μικρό χρονικό διάστημα, όπως είναι η νοσηλεία του παιδιού σε νοσοκομείο. Τα παιδιά τα οποία επιστρέφουν στο σπίτι μετά από νοσηλεία στην οποία έμεναν μόνα τους παρουσιάζουν διαταραγμένη συμπεριφορά και αυξημένο άγχος αποχωρισμού σε σχέση με τα παιδιά που νοσηλεύτηκαν ενώ η μητέρα ήταν παρούσα κατά τη διάρκεια της νοσηλείας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ερευνών που παρουσιάζει το Bowlby, η χρήση παιδικών σταθμών και νταντάδων πριν την ηλικία των 3 ετών έχει επίσης αρνητικό αντίκτυπο στην δημιουργία ασφαλούς δεσμού του παιδιού με τη μητέρα του, με συνεπακόλουθη αύξηση συμπεριφορών αυξημένου άγχους κατά τον αποχωρισμό ή έντονης προσκόλλησης όταν η μητέρα είναι παρούσα.
Εκδήλωση θυμού
Τα παιδιά μπορεί να εμφανίσουν έντονο θυμό τόσο κατά τη διάρκεια ενός προσωρινού αποχωρισμού, όπου το πρόσωπο πρόσδεσης δεν είναι διαθέσιμο, όσο και μετά την επανένωση του παιδιού μαζί του. Ο Bowlby αναγνώρισε πως η εκδήλωση θυμού και επιθετικής συμπεριφοράς μπορεί θα θεωρηθεί λειτουργική ή μη λειτουργική ανάλογα με τις συνθήκες.
Ο θυμός είναι μια φυσιολογική και λειτουργική αντίδραση του παιδιού κατά τον αποχωρισμό και είναι μια αντίδραση προστασίας της σχέσης δεσμού που για το παιδί είναι πολύτιμη. Μετά από μία επανένωση το παιδί μπορεί να εκδηλώσει θυμό «ελπίδας», ως αποτέλεσμα ενός εσωτερικευμένου προτύπου διεργασίας σύμφωνα με το οποίο ο γονιός πρέπει να είναι παρών ως «ασφαλή βάση» όταν το ίδιο αισθάνεται φοβισμένο. Ο θυμός σε αυτή την περίπτωση λειτουργεί ως υπενθύμιση στους γονείς της σημαντικότητας της σχέσης και ως τρόπος για να εξασφαλίσουν τα παιδιά ότι δεν θα λάβει ξανά χώρα κάποιος αποχωρισμός στο μέλλον. Σε άλλες περιπτώσεις πιο μακροχρόνιων αποχωρισμών ο θυμός μπορεί να είναι θυμός «απελπισίας». Ο αποχωρισμός, όπως θα δούμε στη συνέχεια όταν θα αναφερθούμε στο πένθος, είναι μια απώλεια. Ο θυμός σε αυτή την περίπτωση είναι μια πρώτη αντίδραση πριν το παιδί συνειδητοποιήσει ότι ο αποχωρισμός είναι μακροχρόνιος ή μόνιμος, στην προσπάθειά του να καλέσει το πρόσωπο πρόσδεσης για βοήθεια. Ο θυμός μπορεί να κατευθύνεται προς όσους το παιδί μπορεί να θεωρεί υπεύθυνους για τον αποχωρισμό του από το πρόσωπο με το οποίο έχει αναπτύξει τη σχέση δεσμού.
Κατά τον Bowlby η χαρακτηριστική διαφοροποίηση που καθιστά μία επιθετική συμπεριφορά ή τον θυμό (ενός παιδιού ή ενός ενήλικα) ως μη λειτουργικό είναι όταν αυτή η συμπεριφορά είναι τόσο έντονη που αντί να ενδυναμώσει τη σχέση δεσμού με το πρόσωπο πρόσδεσης, την αποδυναμώνει, απομακρύνοντας τα δύο μέλη αυτής σχέσης μεταξύ τους. Μια άλλη ειδοποιός διαφορά είναι όταν οι επιθετικές σκέψεις ή πράξεις ξεπερνούν το όριο του να λειτουργούν αποτρεπτικά όπως αναφέρθηκε προηγουμένως και πλέον χαρακτηρίζονται ως εκδικητικές. Σε αυτή την περίπτωση αντί να έχουμε μία βαθιά συναισθηματική και σταθερή σχέση μεταξύ του προσώπου πρόσδεσης και του παιδιού η οποία διακόπτεται προσωρινά με τα φυσιολογικά ξεσπάσματα θυμού, τα αρνητικά συναισθήματα του θυμού και της επιθετικότητας χαρακτηρίζουν ποιοτικά αυτή τη σχέση η οποία μετριάζεται μερικώς από ασταθή συναισθηματική κάλυψη των αναγκών του παιδιού. Τέτοιου είδους ακραίες αντιδράσεις είναι πιο συνηθισμένες στις περιπτώσεις εγκατάλειψης ή απειλής εγκατάλειψης.
Σύγχρονα ευρήματα
Οι σύγχρονοι αναπτυξιακοί ψυχολόγοι τείνουν να βλέπουν τον δεσμό ως έναν παράγοντα που αυξάνει το ρίσκο εκδήλωσης ψυχοπαθολογίας στα παιδιά μέσω της αλληλεπίδρασής του με άλλους παράγοντες κινδύνου [4]DeKlyen, M., & Greenberg, M. T. (2018). Attachment and Psychopathology in Childhood. Στο Handbook of Attachment (3rd έκδ., σσ. 639–666). New York: Guilford.. Έχει προταθεί ότι ο δεσμός συμβάλλει στην ανάπτυξη παιδικής ψυχοπαθολογίας μέσω τεσσάρων συσχετιζόμενων μεταξύ τους μηχανισμών.
Ο πρώτος είναι μέσω της άμεσης επίδρασης που έχει στην συμπεριφορά του παιδιού. Ένα παιδί που μέσα στα πλαίσια της προστασίας του δεσμού αναπτύσσει λειτουργικές αλλά μη επιθυμητές συμπεριφορές όπως είναι το κλάμα και ο θυμός μπορεί βραχυχρόνια να πετύχει στην εξασφάλιση της σχέσης δεσμού, αλλά μακροχρόνια μπορεί να θέσει τα θεμέλια για μη λειτουργικές αλληλεπιδράσεις τόσο μεταξύ παιδιού με το πρόσωπο πρόσδεσης όσο και με το ευρύτερο περιβάλλον του.
Ο δεύτερος μηχανισμός επίδρασης του δεσμού είναι μέσω των διαδικασιών ρύθμισης των συναισθημάτων που αναπτύσσονται μεταξύ του παιδιού και του προσώπου πρόσδεσης. Τα παιδιά που αναπτύσσουν ασφαλή δεσμό, μαθαίνουν να ρυθμίζουν πιο αποτελεσματικά τα συναισθήματά τους από μικρή ηλικία, κάτι που έχει και αντίκτυπο στην ομαλή νευροφυσιολογική ανάπτυξή τους.
Ένας τρίτος μηχανισμός είναι μέσω της ανάπτυξης των εσωτερικευμένων προτύπων διεργασίας στα οποία αναφερθήκαμε εκτενώς παραπάνω. Αυτός είναι ο μηχανισμός στον οποίο αναφέρθηκε πιο εκτεταμένα και ο ίδιος ο Bowlby. Τα παγιωμένα εσωτερικευμένα πρότυπα διεργασίας επηρεάζουν την αντίληψη του παιδιού για τον εαυτό του, τους φροντιστές του και κατ’ επέκταση και για τον κοινωνικό του περίγυρο. Βάσει αυτών των προτύπων το παιδί κάνει προβλέψεις για μελλοντικές συμπεριφορές των άλλων προς το ίδιο και τις ανάγκες του. Ο ασφαλής δεσμός οδηγεί σε θετικά εσωτερικευμένα πρότυπα διεργασίας στο παιδί και στους φροντιστές του τα οποία χαρακτηρίζονται από τρυφερότητα, αίσθημα εμπιστοσύνης, ασφάλειας και συνεργασίας. Οι ανασφαλείς δεσμοί οδηγούν σε εσωτερικευμένα πρότυπα διεργασίας που χαρακτηρίζονται από θυμό, έλλειψη εμπιστοσύνης, άγχος και φόβο, επηρεάζοντας με αυτό τον τρόπο την ανάπτυξη ψυχοπαθολογίας.
Τέλος, ο τέταρτος μηχανισμός επίδρασης του δεσμού στην ανάπτυξη ψυχοπαθολογίας είναι μέσω της επίδρασης που έχει στην διαδικασία προσαρμογής με τον κοινωνικό περίγυρο. Αν ο δεσμός είναι ασφαλής, τότε το παιδί είναι σε ετοιμότητα να κοινωνικοποιηθεί και να αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης που είναι οριοθετημένες και λειτουργούν προστατευτικά απέναντι σε αρνητικές κοινωνικές επιρροές.
Προβλήματα συμπεριφοράς και ψυχοπαθολογία συνδεόμενα με τον συναισθηματικό δεσμό μετά την παιδική ηλικία
Παρόλο που η θεωρία του δεσμού αποτελεί μία αναπτυξιακή θεωρία και μελετήθηκε κυρίως στα παιδιά εν τούτοις έχει εφαρμογή και για τους ενήλικες, καθώς η διακοπή ενός δεσμού ή ύπαρξη ενός ανασφαλούς δεσμού έχει επιπτώσεις στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου και στις σχέσεις του με τους άλλους. Ένας ενήλικας ο οποίος ως παιδί κατάφερε να δημιουργήσει μία ασφαλή σχέση δεσμού θα αναπαράγει αυτή τη σχέση και στην υπόλοιπη ζωή του διατηρώντας το ίδιο πρότυπο συμπεριφοράς θα μπορεί να απομακρύνεται από αυτούς που αγαπά ταυτόχρονα όμως θα κρατά πάντοτε επαφή μαζί τους. Ένας ενήλικας ο οποίος δεν κατάφερε να δημιουργήσει έναν ασφαλή δεσμό αντίστοιχα θα αναπαράγει αυτό το δυσλειτουργικό πρότυπο και στην ενήλικη ζωή του, έχοντας ανάλογες δυσκολίες όπως αυτές που παρουσιάζονται στα παιδιά με μη ασφαλείς δεσμούς. Ο Bowbly υποστήριξε ότι οι καταστάσεις χρόνιου άγχους ή έλλειψης εμπιστοσύνης κατά την ενήλικη ζωή έχουν βαθύτερα αίτια στην μη επαρκή ανταπόκριση του περιβάλλοντός του στη συμπεριφορά δεσμού και στις συναισθηματικές του ανάγκες ως παιδί, με αποτέλεσμα την παγίωση εσωτερικευμένων προτύπων διεργασίας σύμφωνα με τα οποία τα πρόσωπα πρόσδεσης είναι αναξιόπιστα και επομένως δεν έχει νόημα το άτομο να στραφεί σε αυτά για υποστήριξη.
Χαρακτηριστικά, ο Bowlby [5]Bowlby, J. (1969). Attachment (τ. 1). New York: Basic Books. παρατήρησε ότι τα μοτίβα οικογενειών Α, Β και Γ έχουν παρατηρηθεί και στις οικογένειες των ασθενών που αργότερα παρουσιάζουν αγοραφοβία. Τόσο στους ενήλικες με αγοραφοβία όσο και στα παιδιά με άρνηση για το σχολείο ο Bowlby παρατήρησε πως τα συμπτώματά τους επιταχύνονται εάν το άτομο βιώνει πένθος, σοβαρή ασθένεια (του ιδίου ή ενός μέλους της οικογένειάς του) ή κάποια σημαντική αλλαγή στις οικογενειακές συνθήκες.
Οι ενήλικες και οι έφηβοι οι οποίοι παρουσιάζουν νευρικά συμπτώματα, κατάθλιψη και φοβίες τείνουν να έχουν ένα κοινό ιστορικό απόκλισης της συμπεριφοράς δεσμού κατά την παιδική τους ηλικία. Ο Bowlby [6]Bowlby, J. (1995). Δημιουργία και διακοπή των συναισθηματικών δεσμών. Αθήνα: Καστανιώτης., παρατήρησε ότι οι έφηβοι και ενήλικες με αυτού του είδους τα προβλήματα έχουν κάποια συγκεκριμένα τυπικά πρότυπα παθογενούς γονεϊκής φροντίδας. Αυτά συμπεριλαμβάνουν την αδυναμία των γονιών να ανταποκριθούν στη συμπεριφορά του παιδιού για φροντίδα ή ακόμη και ενεργητική απόρριψη του παιδιού, την διακεκομμένη γονεϊκή φροντίδα κατά την παιδική ηλικία, τις απειλές των γονιών ότι δεν θα αγαπούν τα παιδιά τους εάν δεν συμπεριφερθούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο, τις απειλές των γονιών για εγκατάλειψη της οικογένειας, τις απειλές ενός γονέα ότι θα βλάψει τον άλλο γονέα ή ακόμη και ότι θα βλάψει τον εαυτό του και τέλος τη δημιουργία συναισθήματος ενοχής το παιδί ότι θα είναι συνυπεύθυνο για κάποια πιθανή ασθένεια ή θάνατο ενός γονέα. Αυτά τα βιώματα μπορεί να έχουν καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία ενός αγχώδους συναισθηματικού δεσμού και ψυχοπαθολογίας κατά την εφηβική και ενήλικη ζωή.
Στις περιπτώσεις όπου το παιδί αναγκάζεται να γίνει ο φροντιστής της μητέρας, αυτό μπορεί να εξελιχθεί σε έναν ενήλικα με μεγάλη ευσυνειδησία αλλά και πολλά ενοχικά συναισθήματα ο οποίος έχει την τάση να αναπτύσσει αγχώδη δεσμό. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία διττών συναισθημάτων μνησικακίες κατά την ενήλικη ζωή, ιδίως προς ασθενέστερα μέλη της οικογένειας του ενήλικα (παιδί, σύζυγος). Σε αυτή την περίπτωση το άτομο έχει μία ασυνείδητη επιθυμία για αγάπη και υποστήριξη η οποία εκφράζεται με αποκλίνουσες συμπεριφορές όπως είναι οι απόπειρες αυτοκτονίας η ψυχογενής ανορεξία αλλά και η υποχονδρία.
Μία δεύτερη ομάδα ατόμων αντιδρούν διαφορετικά όταν αναγκάζονται να γίνουν φροντιστές των φροντιστών τους και επιλέγουν να αναπτύσσουν στενές σχέσεις αλλά πάντοτε έχοντας το ρόλο του φροντιστή και όχι αυτού που αποδέχεται τη φροντίδα. Άτομα με τέτοιες παιδικές εμπειρίες έχουν την πεποίθηση ότι μόνο αν προσφέρουν φροντίδα μπορούν να δημιουργήσουν συναισθηματικούς δεσμούς. Και σε αυτή την περίπτωση ο Bowlby υποστηρίζει ότι υπάρχει μία λανθάνουσα επιθυμία για αγάπη και φροντίδα και ταυτόχρονα ένας λανθάνων θυμός εναντίον των γονέων οι οποίοι δεν κατάφεραν να τους προσφέρουν αγάπη και φροντίδα.
Σύμφωνα με τον Bowlby, υπάρχει και μία ακόμη ομάδα ατόμων που αναπτύσσουν μια “καταναγκαστική αυτοδυναμία”. Αυτά τα άτομα αναπτύσσουν ένα πρότυπο συμπεριφοράς οπου οι ίδιοι είναι φλεγματικοί, γεμάτοι αυτοπεποίθηση ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα χωρίς την υποστήριξη άλλων προσώπων του οικείου περιβάλλοντος και δεν επιζητούν την αγάπη και τη φροντίδα τρίτων. Πρόκειται για άτομα τα οποία προκειμένου να αποφύγουν τον πόνο της απόρριψης δεν προσπαθούν να δημιουργήσουν στενές σχέσεις. Αυτά τα άτομα έχουν αυξημένες πιθανότητες να αναπτύξουν συμπτώματα κατάθλιψης η ψυχοσωματικές διαταραχές.
Τα παιδιά με δεσμό αποδιοργάνωσης βιώνουν έντονη αστάθεια, ιδιαίτερα σε σχέση με το πρόσωπο φροντίδας το οποίο είναι η μόνη πηγή ασφάλειας και ταυτόχρονα αποτελεί και πηγή κινδύνου. Τα άτομα αυτά, ως παιδιά δεν κατάφεραν να αναπτύξουν αποτελεσματικές στρατηγικές αντιμετώπισης του στρες όπως έχουν καταφέρει τα παιδιά με τους άλλους τύπους δεσμού. Ως αποτέλεσμα αυτής της ανεπάρκειας, έχουν αυξημένες πιθανότητες ανάπτυξης ψυχοπαθολογικής συμπεριφοράς ως ενήλικες [7]Βορριά, Π. (2004). Ο δεσμός αποδιοργάνωσης και οι επιπτώσεις του στη μετέπειτα ανάπτυξη. Τετράδια Ψυχιατρικής, 88, 111–122..
Μπορούμε να αναλύσουμε πολλά και διαφορετικά προβλήματα συμπεριφοράς και ψυχοπαθολογικές οντότητες υπό το πρίμα του δεσμού. Νομίζω όμως πως έχουμε καλύψει τις βασικές δυσκολίες στις οποίες οδηγούν τα προβλήματα που πηγάζουν από την ημιτελή ή παθολογική ανάπτυξη του δεσμού κατά την παιδική ηλικία. Στο τέταρτο και τελευταίο άρθρο που θα ακολουθήσει θα δούμε συνοπτικά μία από τις πρώτες θεωρίες για το πένθος την οποία ανέπτυξε ο Βowlby μέσα στα πλαίσια της θεωρίας του δεσμού.
Εισαγωγική Φωτογραφία
Διαβάστε και τα υπόλοιπα άρθρα του αφιερώματος στη Θεωρία του Δεσμού:
- Σύντομη ανασκόπηση της ζωής του John Bowlby
- Γενικό θεωρητικό πλαίσιο
- Προβλήματα συμπεριφοράς και ψυχοπαθολογία
- Η Θεωρία του Δεσμού και το Πένθος
- Η Υπακοή στην Εξουσία και το Πείραμα του Milgram: Μια Ματιά στην Ανθρώπινη Συμπεριφορά - 9 Δεκεμβρίου, 2024
- Παγκόσμια Ημέρα Αναπηρίας – Ένας Κόσμος για Όλους - 3 Δεκεμβρίου, 2024
- Η Κατάθλιψη των Χριστουγεννιάτικων Διακοπών: Ένας Σύγχρονος Μύθος ή Πραγματικότητα; - 29 Νοεμβρίου, 2024
Πηγές / Διαβάστε περισσότερα
↑1 | Bowlby, J. (1973). Seperation, Anxiety and Anger (τ. 2). New York: Basic Books. |
---|---|
↑2 | Bowlby, J. (1944). Forty-Four Juvenile Thieves: Their Character and Home-Life. The International Journal of Psychoanalysis, 25, 19–53. |
↑3 | Peck, R. F., & Havighurst, R. J. (1960). The Psychology of Character Development. New York: Wiley |
↑4 | DeKlyen, M., & Greenberg, M. T. (2018). Attachment and Psychopathology in Childhood. Στο Handbook of Attachment (3rd έκδ., σσ. 639–666). New York: Guilford. |
↑5 | Bowlby, J. (1969). Attachment (τ. 1). New York: Basic Books. |
↑6 | Bowlby, J. (1995). Δημιουργία και διακοπή των συναισθηματικών δεσμών. Αθήνα: Καστανιώτης. |
↑7 | Βορριά, Π. (2004). Ο δεσμός αποδιοργάνωσης και οι επιπτώσεις του στη μετέπειτα ανάπτυξη. Τετράδια Ψυχιατρικής, 88, 111–122. |