Τα παιδιά που ζουν στα όρια της φτώχειας παρουσιάζουν λειτουργικές διαφορές στον εγκέφαλο και έχουν αυξημένες πιθανότητες κατάθλιψης

Οι έντονες οικονομικές δυσκολίες είναι ένας παράγοντας που προκαλεί πολλαπλά προβλήματα σε μια οικογένεια και το επίπεδο ζωής της. Οι οικογένειες που έχουν σημαντικά μειωμένο εισόδημα αναγκάζονται να πάρουν πολλές σκληρές αποφάσεις. Μπορεί να χρειαστεί να ζήσουν σε κάποια άλλη περιοχή/πόλη, να μειώσουν τις δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες, να αλλάξουν διατροφικές συνήθειες ή ακόμη και να χωρίσουν ώστε να μπορεί ο ένας γονιός να συντηρεί την οικογένεια με μια εργασία που κάνει σε άλλη χώρα ή πόλη μακριά από τους δικούς του.

Όλες αυτές οι αλλαγές είναι τρομακτικές για έναν ενήλικα, πόσο μάλλον για τα παιδιά, ιδιαίτερα όταν αυτά είναι μικρά στην ηλικία.

Ένα σημαντικό ερώτημα που προκύπτει από την έρευνα που έχει γίνει για τις επιπτώσεις της κακής οικονομικής κατάστασης στην οικογένεια και τα μέλη της είναι κατά πόσο επηρεάζεται και η βιολογική ανάπτυξη των παιδιών. Γνωρίζουμε ότι η φτώχεια σχετίζεται με μειωμένη ανάπτυξη λόγω χειρότερης διατροφής αλλά και με πιο συχνή εμφάνιση προβλημάτων υγείας λόγω κακών συνθηκών διαβίωσης, ανεπαρκή φαρμακευτική κάλυψη κτλ. Τι γίνεται όμως με τον εγκέφαλο; Επηρεάζεται η υγιής ανάπτυξή του από τις κακές οικονομικές συνθήκες στις οποίες καλείται να μεγαλώσει ένα παιδί; Μια έρευνα του Πανεπιστημίου του Saint Louis προσπάθησε να απαντήσει σε αυτό ακριβώς το ερώτημα.

Πήραν ως δείγμα 105 παιδιά ηλικίας 3-5 ετών τα οποία ζούσαν σε οικογένειες με χαμηλό εισόδημα στα όρια του επιπέδου της φτώχειας. Μετά από μερικά χρόνια (στην ηλικία 7-12 ετών) τα ίδια παιδιά εξετάστηκαν μέσω μαγνητικού τομογράφου (fMRI) ώστε να μπορέσουν να έχουν μια σαφή εικόνα της δομής και του τρόπου λειτουργίας του εγκεφάλου τους. Τα αποτελέσματα της τομογραφίας συγκρίθηκαν με αυτά παιδιών αντίστοιχης ηλικίας, αλλά προερχόμενα από οικογένειες μέτριου ή υψηλού οικονομικού επιπέδου.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά φτωχών οικογενειών είχαν λιγότερες συνδέσεις μεταξύ του ιππόκαμπου και του μετωπιαίου λοβού, καθώς επίσης και μεταξύ της δεξιάς αμυγδαλής και των εγκεφαλικών δομών που σχετίζονται με τη γλώσσα. Οι περιοχές αυτές σχετίζονται με την εμφάνιση και τον έλεγχο των συναισθημάτων, την μνήμη αλλά και τον έλεγχο κατά τη διάρκεια στρεσογόνων καταστάσεων. Αυτές οι λειτουργικές διαφορές καθρεπτίζονταν και στη συμπεριφορά των παιδιών, καθώς τα παιδιά φτωχών οικογενειών με τις μειωμένες εγκεφαλικές συνδέσεις παρουσίαζαν αυξημένες πιθανότητες ανάπτυξης έντονων καταθλιπτικών συμπτωμάτων ήδη από την ηλικία των 10 ετών [1]Medical News Today: Childhood poverty linked to brain changes related to depression . Η εμφάνιση καταθλιπτικών συμπτωμάτων σημαίνει ότι το άτομο δεν μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα συναισθήματά του και να αντιμετωπίσει αγχογόνες καταστάσεις. Είναι λογικό λοιπόν τα παιδιά που έχουν λειτουργικές ανωμαλίες στις εγκεφαλικές περιοχές που σχετίζονται με την διαχείριση συναισθημάτων να παρουσιάζουν και αυξημένα ποσοστά κατάθλιψης.

Φυσικά δεν είναι τα χρήματα τα οποία δημιουργούν τις εγκεφαλικές διαφορές, αλλά το πρώιμο περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει ένα παιδί. Ένα περιβάλλον με μειωμένα ερεθίσματα, κακές οικογενειακές σχέσεις, κακή διατροφή και άγχος είναι επόμενο πως επηρεάζει την υγιή ανάπτυξη του παιδιού σε πολλούς τομείς, ανάμεσά τους και στην ανάπτυξη του εγκεφάλου. Φυσικά δεν είναι όλα τα φτωχά παιδιά καταδικασμένα να αναπτύξουν κατάθλιψη ή να γίνουν ανίκανα να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους. Μια οικογένεια φτωχή, αλλά με ιδιαίτερα υποστηρικτικούς γονείς, ανοιχτή επικοινωνία και με αυξημένα επίπεδα ενσυναίσθησης θα μπορέσει να μεγαλώσει συναισθηματικά υγιή παιδιά.

Εισαγωγική Εικόνα

Το κείμενο προσφέρεται με άδεια ""Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές". Μπορείτε να αντιγράψετε και να μοιραστείτε το κείμενο δίχως να το αλλάξετε και αποκλειστικά για μη εμπορική χρήση, μόνο εφόσον αναφέρετε τον συντάκτη και την πηγή. Για οποιαδήποτε άλλη χρήση και άρση των περιορισμών απαιτείται η γραπτή άδεια του συντάκτη.

Δημήτρης Αγοραστός

Πηγές / Διαβάστε περισσότερα

Δημήτρης Αγοραστός

Ψυχολόγος και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Σχολική Ψυχολογία (ΑΠΘ) και στις Νευροσυμπεριφορικές Επιστήμες (University of Tuebingen). Ασχολείται με την ανάπτυξη ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά και εφήβους με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, την αξιολόγησή τους στα πλαίσια εντοπισμού και αντιμετώπισης μαθησιακών και ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών, αλλά και την υποστήριξη της σχολικής κοινότητας εν τω συνόλω. Επιπλέον, μέσα από τις δομές και τις υπηρεσίες στις οποίες εργάζεται, παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και παιδιών.Έχει εμπειρία παροχής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Ίσως σας ενδιαφέρουν…