Κοινωνική συμμόρφωση: όλοι είμαστε κομφορμιστές

Πολύ συχνά οι ψυχολόγοι λέμε ότι υπάρχουν διαφορές στον τρόπο που οι άνθρωποι από ανατολικές και δυτικές κοινωνίες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τις σχέσεις που αναπτύσσουν με το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Συγκεκριμένα, οι δυτικές κουλτούρες δίνουν έμφαση στις ατομικές ικανότητες, ωθούν τα άτομα να είναι ξεχωριστά και να διαφέρουν από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, με αποτέλεσμα να γίνονται πιο ανταγωνιστικά. Αντίθετα, οι ανατολίτικες κουλτούρες δίνουν έμφαση στην έννοια της κοινότητας, ωθούν τα άτομα να αναπτύσσουν στενές σχέσεις με τους υπολοίπους και να ακολουθούν πιστά τις κοινωνικές νόρμες, διαφοροποιώντας στο ελάχιστον την συμπεριφορά τους σε σχέση με το κοινωνικό σύνολο και τις κοινωνικές επιταγές.

Μπορεί η Δύση να δίνει έμφαση στην ατομικότητα, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ταυτόχρονα δεν λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τις απόψεις των υπολοίπων. Έχουμε την ανάγκη να γίνουμε δέκτες αποδοχής από τις κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκουμε και φυσικά να έχουμε όσο το δυνατόν λιγότερες συγκρούσεις. Πόσο μακριά όμως μπορεί να φτάσει η ανάγκη μας για αποδοχή; Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα του κλασικού πειράματος του Asch στα μέσα της δεκαετίας του 1950, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η ανάγκη είναι μεγαλύτερη από ότι περιμένουν οι περισσότεροι.

Ο Asch ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς κοινωνικούς ψυχολόγους του αιώνα που μας πέρασε, ο οποίος, ζώντας μετά το τέλος του Β’ ΠΠ και εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, είχε έντονους προβληματισμούς σχετικά με την επίδραση της κοινωνικής πίεσης στη συμπεριφορά του ατόμου. Οι άνθρωποι φαίνονται ελεύθεροι και έχουν την πεποίθηση ότι λειτουργούν αυτόνομα, αλλά ο Asch πίστευε ότι όλα αυτά είναι μια ψευδαίσθηση. Για να ελέγξει την υπόθεσή του σχεδίασε ένα πολύ απλό και ταυτόχρονα εξαιρετικά ευφυές πείραμα. Οι συμμετέχοντες καλούνταν να λάβουν μέρος σε ένα πείραμα το οποίο υποτίθεται ότι σκοπό είχε να ελέγξει την οπτική αντίληψή τους. Στην πιο κλασική μορφή του πειράματος οι συμμετέχοντες καθόντουσαν μαζί με άλλα άτομα σε μια αίθουσα και κοιτούσαν μια σειρά από κάρτες που έδειχναν 3 γραμμές, τις οποίες έπρεπε να συγκρίνουν (Με ποια γραμμή της κάρτας Β είναι ίση η γραμμή της κάρτας Α, βλ. Εικόνα 1). Τα υπόλοιπα άτομα στην πραγματικότητα ήταν βοηθοί του πειραματιστή και σε συγκεκριμένες ερωτήσεις έδιναν εσκεμμένα λανθασμένες απαντήσεις. Στο κλασικό πείραμα οι κρυφοί βοηθοί έδιναν πρώτοι τις απαντήσεις τους, ώστε να ασκηθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πίεση στον συμμετέχοντα και να συμμορφωθεί με τις επιταγές των υπολοίπων.

Παράδειγμα σύγκρισης από το πείραμα του Asch

Όπως βλέπουμε και από το παράδειγμα της Εικόνας 1, οι ερωτήσεις-παγίδα ήταν αρκετά εύκολες και οι απάντηση στο ερώτημα ποια γραμμή της δεύτερης κάρτας είναι ίση με τη γραμμή της πρώτης κάρτας θα λέγαμε ότι ήταν τουλάχιστον οφθαλμοφανής. Μάλιστα, όταν οι συμμετέχοντες λάμβαναν μέρος στο πείραμα ατομικά (χωρίς άλλους συμμετέχοντες-βοηθούς στο χώρο), οι σωστές απαντήσεις έφταναν το 99%. Αυτό που πρόσεξε όμως ο Asch ήταν πως όταν οι συμμετέχοντες έδιναν τις απαντήσεις ομαδικά με τον τρόπο που περιγράψαμε πιο πάνω, τότε το ποσοστό σωστών απαντήσεων έπεφτε σημαντικά. Ενώ στις πρώτες ερωτήσεις-παγίδα οι συμμετέχοντες έδιναν τις σωστές απαντήσεις, καθώς προχωρούσαν οι ερωτήσεις και οι βοηθοί έδιναν λανθασμένες απαντήσεις, έτειναν να συμφωνούν όλο και περισσότερο με την ομάδα, πηγαίνοντας αντίθετα στις προσωπικές τους αντιλήψεις. Εκτιμήθηκε ότι έως και 75% των συμμετεχόντων συμφώνησε τουλάχιστον μία φορά με την λανθασμένη άποψη της ομάδας, ενώ το 37% συμφώνησε πλήρως με την ομάδα!

Τι συνέβη όμως; Πως γίνεται κάποιος να βλέπει κάτι με τα ίδια του τα μάτια και να δηλώνει κάτι διαφορετικό; Η απάντηση είναι απλά: η πίεση της ομάδας. Ακόμη και για απλές δραστηριότητες και αποφάσεις που έχουν μηδενικό αντίκτυπο για εμάς (όπως η απάντηση σε ένα πείραμα με αγνώστους) τείνουμε να πηγαίνουμε με τα νερά της ομάδας για να αποφύγουμε τις συγκρούσεις και να μην διαφοροποιηθούμε από την ομάδα [1]Bond & Smith (1996). Culture and Conformity: A Meta-Analysis of Studies Using Asch’s (1952b, 1956) Line Judgment Task. Psychological Bulletin . Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι όταν οι βοηθοί άνηκαν στο ίδιο φύλο ή/και φυλή με τον συμμετέχοντα, τότε η υποταγή στην ομάδα αυξανόταν κι άλλο, κάτι το οποίο μας οδηγεί σε μια ακόμη παράμετρο που φαίνεται να παίζει ρόλο σε αυτές τις περιπτώσεις: το πόσο κοντά αισθανόμαστε την ομάδα η οποία μας ασκεί την πίεση. Όσο πιο όμοια χαρακτηριστικά έχουμε, τόσο λιγότερο θέλουμε να διαφέρουμε από τους υπολοίπους της ομάδας, είτε αυτή είναι μια ομάδα 3-4 ατόμων, είτε 100, είτε ένα ολόκληρο έθνος.

Ένας παράγοντας όμως μπορεί να μειώσει δραματικά την επίδραση της ομάδας πάνω μας: η ανωνυμία! Όταν οι συμμετέχοντες του πειράματος καλούνταν να δώσουν γραπτή απάντηση και όχι προφορική ενώπιον όλων, ακόμη και όταν γνώριζαν τις απαντήσεις των υπολοίπων, υπέκυπταν σημαντικά λιγότερο. Ο λόγος ήταν ότι δεν χρειαζόταν να γίνει φανερή η αντίθεση της άποψής τους με την άποψη της πλειοψηφίας, οπότε αυξανόταν η αίσθηση ελευθερίας. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το συγκρατήσουμε, καθώς η ανωνυμία αποτελεί θεμέλιο λίθο στις ψηφοφορίες των σύγχρονων δημοκρατιών ακριβώς για τη διασφάλιση της ελευθερίας της άποψης και της μείωσης των συγκρούσεων των ατόμων της μειοψηφίας με τα άτομα της πλειοψηφίας.

Η τάση να υποκύπτουμε στην πλειοψηφία φαίνεται πως σε μεγάλο βαθμό έχει γενετική βάση. Ακόμη και μικρά παιδιά 3-4 ετών τείνουν να συμφωνούν με την πλειοψηφία των συνομηλίκων τους, όταν οι απόψεις τους έρχονται σε σύγκρουση με την ομάδα [2]Seston & Kelemen (2013). Children’s conformity when acquiring novel conventions: The case of artifacts. Journal of Cognition and Development . Αυτό όμως δεν συμβαίνει στα παιδιά με διαγνωσμένο αυτισμό [3]Yafai et al. (2013) Social Conformity and ASD: A child-friendly take on a classic stufy. Autism. [pdf]. Αντίθετα, αυτά τα παιδιά τείνουν να μην δίνουν σημασία στις επιταγές της ομάδας και επιμένουν στην προσωπική τους άποψη, όσο αντιδημοφιλής και εάν είναι αυτή. Αυτό το εύρημα υπογραμμίζει τον ρόλο που παίζουν οι γενετικοί παράγοντας και η “καλωδίωση” του εγκεφάλου στην ανάπτυξη της κοινωνικής γνώσης και της ανάγκης του “ανήκειν”, στην οποία οφείλεται η ανάγκη για όσο το δυνατόν λιγότερες προστριβές με την πλειοψηφία της κοινωνίας.

Συμπερασματικά θα λέγαμε πως όσο ανεξάρτητοι και εάν νομίζουμε ότι είμαστε, στην πραγματικότητα η κοινωνία ασκεί τεράστια επιρροή πάνω στη συμπεριφορά μας, ίσως με τρόπους που δεν μπορούμε να φανταστούμε και να ελέγξουμε κάθε δεδομένη στιγμή. Η πραγματική ελευθερία έρχεται μέσα από την ανωνυμία και με το να μπορέσει η φωνή μας να ακουστεί, δίχως να ταυτοποιθούμε και να στοχοποιηθούμε για τις απόψεις μας. Βεβαίως η ανωνυμία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πανάκεια. Μια βόλτα στο διαδίκτυο θα μας πείσει πως η ανωνυμία εύκολα μπορεί να φτάσει στα όρια της ασυδοσίας και να επιτρέψει στα άτομα να βγάλουν τον χειρότερο εαυτό τους, πληγώνοντας τρίτους δίχως απολύτως κανέναν λόγο. Ο κοινωνικός κομφορμισμός έχει και θετικά στοιχεία και είναι ένα από τα βασικά υλικά που κρατάνε μια κοινωνία δεμένη και επιτρέπουν την εφαρμογή κοινωνικών κανόνων για την διαιώνισή της.

Εισαγωγική Εικόνα

Το κείμενο προσφέρεται με άδεια ""Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές". Μπορείτε να αντιγράψετε και να μοιραστείτε το κείμενο δίχως να το αλλάξετε και αποκλειστικά για μη εμπορική χρήση, μόνο εφόσον αναφέρετε τον συντάκτη και την πηγή. Για οποιαδήποτε άλλη χρήση και άρση των περιορισμών απαιτείται η γραπτή άδεια του συντάκτη.

Δημήτρης Αγοραστός

Δημήτρης Αγοραστός

Ψυχολόγος και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Σχολική Ψυχολογία (ΑΠΘ) και στις Νευροσυμπεριφορικές Επιστήμες (University of Tuebingen). Ασχολείται με την ανάπτυξη ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά και εφήβους, καθώς και με την αξιολόγησή τους στα πλαίσια εντοπισμού και αντιμετώπισης μαθησιακών και ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών. Επιπλέον, μέσα από τις δομές και τις υπηρεσίες στις οποίες εργάζεται, παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και παιδιών.Έχει εμπειρία παροχής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...