Ο κίνδυνος του ολοκληρωτισμού και η ψυχολογία της υποταγής

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς και γιατί ορισμένες κοινωνίες στρέφονται προς αυταρχικές ιδεολογίες; Το ερώτημα αυτό είναι ίσως αρκετά επίκαιρο, δεδομένης της παγκόσμιας πολιτικής συγκυρίας, όπου παρατηρούμε μία στροφή προς συντηρητικές και εξαιρετικά ανελεύθερες ιδέες.
Πώς γίνεται, σε εποχές κρίσης, να εμφανίζονται ηγέτες που υπόσχονται «λύσεις» μέσα από τον φόβο, την υποταγή και τον περιορισμό της ελευθερίας, αρχικά μειονοτήτων και έπειτα όλων των αντιφρονούντων; Κι ακόμη πιο ανησυχητικό: γιατί τόσοι άνθρωποι φαίνεται να τους ακολουθούν με ενθουσιασμό;
Αν δούμε τα ιστορικά δεδομένα, θα δούμε ότι ο ολοκληρωτισμός δεν είναι απλώς μια πολιτική θεωρία· είναι ένα ψυχολογικό και κοινωνικό φαινόμενο. Δεν εμφανίζεται ξαφνικά από το πουθενά, ούτε επιβάλλεται μόνο με τη βία. Αντίθετα, συχνά οι άνθρωποι τον αποδέχονται, ακόμα και τον αγκαλιάζουν, πιστεύοντας πως θα τους προσφέρει τάξη, σταθερότητα και νόημα. Ο φόβος της αβεβαιότητας, η ανάγκη για ασφάλεια και η πίστη σε μια «ισχυρή» ηγεσία είναι ισχυρά κίνητρα, που μπορούν να μετατρέψουν ένα δημοκρατικό, μέχρι πρότινος, άτομο σε πιστό και σκληρό υποστηρικτή ενός καταπιεστικού καθεστώτος.
Σήμερα, αν και ζούμε γενικά σε δημοκρατικά καθεστώτα, βλέπουμε ανησυχητικά σημάδια που θυμίζουν το παρελθόν. Οι θεωρίες συνωμοσίας, η δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς, η πόλωση και η άνοδος πολιτικών που προωθούν το μίσος και τον διχασμό μάς κάνουν να αναρωτιόμαστε: είμαστε πραγματικά θωρακισμένοι απέναντι στον αυταρχισμό;
Μια ψυχολογική ματιά στον ολοκληρωτισμό
Ένα από τα πιο εμβληματικά έργα για την κατανόηση του φασισμού και των κοινωνικών του ριζών είναι το βιβλίο “Η αυταρχική προσωπικότητα” [1]Adorno, T. W., Frenkel-Brunswik, E., Levinson, D. J., & Sanford, R. N. (1950). The authoritarian personality. Harper & Row. του Adorno και της Frenkel-Brunswik, στο οποίο αναφέρεται μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα μέσα του 20ού αιώνα, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το πλαίσιο ήταν ιδανικό: μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κόσμος ήθελε να κατανοήσει πώς ήταν δυνατόν τόσοι άνθρωποι να ακολουθήσουν τον Χίτλερ, τον Μουσολίνι και άλλα αυταρχικά καθεστώτα. Ήταν, άραγε, ένα τυχαίο ιστορικό φαινόμενο, ή υπήρχαν βαθύτερα ψυχολογικά χαρακτηριστικά που οδηγούν κάποιους να έλκονται από τέτοιες ιδεολογίες;
Η έρευνα αυτή είχε έναν βασικό στόχο: να μελετήσει τη λεγόμενη «αυταρχική προσωπικότητα». Μέσα από ψυχολογικά τεστ, ερωτηματολόγια και συνεντεύξεις, οι επιστήμονες προσπάθησαν να εντοπίσουν τα χαρακτηριστικά που κάνουν ένα άτομο πιο επιρρεπές στην υποταγή σε αυταρχικές ιδεολογίες. Και τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά.
Άνθρωποι που είχαν μεγαλώσει σε αυστηρά, καταπιεστικά περιβάλλοντα, με αυταρχικούς γονείς και χωρίς περιθώρια αμφισβήτησης, έτειναν να αποδέχονται πιο εύκολα τη σκληρότητα, την ιεραρχία και την ανισότητα. Ήταν επίσης πιο επιρρεπείς στο να κατηγορούν τις μειονότητες για τα κοινωνικά προβλήματα, να φοβούνται την αλλαγή και να υπακούουν τυφλά σε ισχυρές φιγούρες εξουσίας.
Σκεφτείτε το για λίγο: πόσο συχνά ακούμε σήμερα κατηγορίες για τους «άλλους» που καταστρέφουν την κοινωνία και τα ήθη μας – είτε είναι πρόσφυγες, είτε ομοφυλόφιλοι, είτε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες; Πόσοι άνθρωποι πιστεύουν ότι χρειαζόμαστε έναν «ισχυρό ηγέτη» που να επιβάλει την τάξη, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει περιορισμό της ελευθερίας; Η έρευνα του βιβλίου αυτού, βασιζόμενη στο έργο του πρωτοπόρου της κοινωνικής ψυχολογίας, Erich Fromm [2]Fromm, E. (1941). Escape from freedom. Farrar & Rinehart., μας δείχνει ότι τέτοιες στάσεις δεν είναι απλώς θέμα πολιτικής, αλλά έχουν βαθιές ψυχολογικές ρίζες.
Αξίζει να δούμε λίγο πιο προσεκτικά πως αυτά τα ευρήματα μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τον σύγχρονο κόσμο και πώς μπορούμε να αντισταθούμε στη γοητεία του αυταρχισμού. Γιατί, όπως έδειξε η ιστορία, το να γνωρίζουμε τις αιτίες είναι το πρώτο βήμα για να τις αντιμετωπίσουμε.
Πώς μετράει κάνεις την αυταρχική προσωπικότητα;
Ένα ενδιαφέρον ερώτημα που προκύπτει όταν ακούει κανείς για την έρευνα αυτή είναι το πως ακριβώς κατάφεραν να μελετήσουν ένα τόσο σύνθετο φαινόμενο όπως η αυταρχική προσωπικότητα. Γιατί, αλήθεια, πώς μπορεί κανείς να μετρήσει την προδιάθεση ενός ανθρώπου προς τον φασισμό ή την τυφλή υπακοή στην εξουσία; Τον ρωτάει ευθέως εάν είναι φασίστας ή εάν υποστηρίζει κάποιες από τις πολιτικές των φασιστικών κομμάτων;
Οι ερευνητές ήθελαν να κατανοήσουν αν η τάση προς τον αυταρχισμό είναι ζήτημα πολιτικών πεποιθήσεων ή αν συνδέεται με βαθύτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, διαμορφωμένα από την παιδική ηλικία και τις κοινωνικές εμπειρίες. Έτσι, σχεδίασαν μια πολυδιάστατη μελέτη που συνδύαζε ψυχολογικές δοκιμασίες, συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια.
Μία από τις βασικές μεθόδους τους ήταν η δημιουργία της Κλίμακας F (Fascism Scale), ενός εργαλείου που αξιολογούσε τη ροπή ενός ατόμου προς αυταρχικές πεποιθήσεις. Η κλίμακα αυτή περιλάμβανε ερωτήσεις που στόχευαν στη μέτρηση παραμέτρων όπως:
- Η αποδοχή της ιεραρχίας και της αυστηρής εξουσίας: Συμφωνεί το άτομο ότι η κοινωνία λειτουργεί καλύτερα όταν οι ισχυροί κυβερνούν χωρίς αμφισβήτηση;
- Η επιθετικότητα προς τις μειονότητες και τις διαφορετικές ομάδες: Πιστεύει ότι συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ευθύνονται για τα προβλήματα της κοινωνίας;
- Η συμμόρφωση με παραδοσιακές αξίες: Θεωρεί ότι οι παλιές, παραδοσιακές αξίες πρέπει να επιβάλλονται με αυστηρότητα;
- Ο δογματισμός και η δυσανεξία στην αβεβαιότητα: Δυσκολεύεται να αποδεχτεί την αμφισημία και τις περίπλοκες απαντήσεις στα κοινωνικά ζητήματα; Θέλει δηλαδή απλές, σύντομες και απόλυτες απαντήσεις στα ερωτήματα που τον/την απασχολούν;
Για να συλλέξουν τα επιθυμητά δεδομένα, οι επιστήμονες απευθύνθηκαν σε διάφορες ομάδες πληθυσμού, από φοιτητές και καθηγητές πανεπιστημίου μέχρι εργάτες και στρατιώτες. Μάλιστα, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της έρευνας είναι ότι κάποια από τα δεδομένα συλλέχθηκαν εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – μια περίοδο όπου ο κόσμος ήταν βυθισμένος στον φασισμό, τον πόλεμο και την προπαγάνδα.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν απλώς το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η έρευνα· αποτέλεσε και μια τεράστια πρόκληση για τη μεθοδολογία της. Πώς μπορείς να ρωτήσεις ανθρώπους για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις σε μια εποχή όπου η λογοκρισία και ο φόβος κυριαρχούν; Πώς αποφεύγεις τις προκαταλήψεις όταν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες ίσως να μην εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους;
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν έμμεσες τεχνικές για να ξεπεράσουν αυτά τα εμπόδια. Αντί να ρωτούν ευθέως τους συμμετέχοντες αν υποστηρίζουν αυταρχικές απόψεις, παρουσίαζαν υποθετικά σενάρια και ζητούσαν τις αντιδράσεις τους. Για παράδειγμα, ένας τρόπος αξιολόγησης της αυταρχικής τάσης ήταν η παρουσίαση περιπτώσεων πειθαρχίας και τιμωρίας. Σε ένα από τα σενάρια, περιέγραφαν ένα παιδί που αμφισβητούσε τους γονείς του, και ρωτούσαν αν οι συμμετέχοντες θεωρούσαν ότι έπρεπε να τιμωρηθεί αυστηρά ή να ενθαρρυνθεί να σκέφτεται ελεύθερα. Ανάλογα με την απάντηση, το άτομο βαθμολογούνταν στην Κλίμακα F.
Επιπλέον, έγιναν σε βάθος συνεντεύξεις με άτομα διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, από εργάτες μέχρι ανώτερους υπαλλήλους, στοχεύοντας με τον τρόπο αυτό να μειώσουν τον αντίκτυπο της κοινωνικής τάξης και της οικονομικής ευμάρειας στα τελικά αποτελέσματα, ώστε τα συμπεράσματα να μπορούν να γενικευθούν όσο το δυνατόν περισσότερο. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι πιο αυταρχικές προσωπικότητες συχνά μεγάλωναν σε αυστηρά περιβάλλοντα, με γονείς που επέβαλλαν πειθαρχία μέσω φόβου και τιμωρίας, παρά σε περιβάλλοντα με διαλεκτικούς γονείς που ενθάρρυναν την ελεύθερη σκέψη. Αυτή η ανατροφή τους έκανε να βλέπουν την εξουσία ως κάτι ιερό και αδιαμφισβήτητο – μια αντίληψη που μπορούσε να μεταφερθεί αργότερα σε πολιτικούς ηγέτες.
Τα τελικά ευρήματα
Τα δεδομένα που συνέλεξαν οι ερευνητές έδειξαν ότι η αυταρχική προσωπικότητα δεν είναι απλώς θέμα πολιτικής ή εκπαίδευσης, αλλά είναι βαθιά ριζωμένη στις πρώιμες εμπειρίες ενός ατόμου και μπορεί να μεταδοθεί από γενιά σε γενιά. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα φόβου και αυστηρότητας συχνά γίνονται ενήλικες που αναζητούν την ασφάλεια σε αυταρχικές μορφές εξουσίας, γιατί πολύ απλά αυτά τα περιβάλλοντα έχουν μάθει ως τη σταθερά τους.
Βλέπουμε λοιπόν πως τα αυταρχικά, ολοκληρωτικά, στρατιωτικά καθεστώτα δεν ήταν απλώς ένα «ιστορικό ατύχημα» του 20ού αιώνα. Είναι ένα φαινόμενο που μπορεί να επιστρέψει, αν οι κοινωνικές συνθήκες το επιτρέψουν. Κι αν σήμερα βλέπουμε την ενίσχυση αυταρχικών κινημάτων και ανάλογων πολιτικών ηγετών σε διάφορες χώρες, ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε: μήπως οι ίδιες ψυχολογικές δυνάμεις που μελέτησαν οι επιστήμονες τότε εξακολουθούν να δρουν και σήμερα;
Η έρευνα αυτή δεν είναι απλώς μια μελέτη του παρελθόντος. Είναι ένα εργαλείο που μας βοηθά να κατανοήσουμε το παρόν – και να προετοιμαστούμε για το μέλλον. Ίσως το μέλλον να είναι εδώ και να ζούμε ήδη την άνοδο νέων ολοκληρωτικών κινημάτων και πολιτικών, κάτι που απαιτεί και την ανάλογη κινητοποίηση από πλευράς μας, ώστε αυτή η τάση να καταπολεμηθεί εν τη γενέσει της: στο άμεσο περιβάλλον των παιδιών. Στο σύγχρονο, σύνθετο και δικτυωμένο -από πολλές απόψεις- κόσμο που ζούμε, η αναζήτηση σταθερών ίσως προκύπτει ως ανάγκη. Χρέος των γονέων αλλά και των εκπαιδευτικών είναι να παρέχουν αυτή τη σταθερά, δημιουργώντας ένα περιβάλλον ζεστασιάς και ελευθερίας, όπου τα παιδιά αισθάνονται άνετα να εκφραστούν και να αναπτύξουν την προσωπικότητα τους, μαθαίνοντας να λένε και “όχι” αλλά και να αμφισβητούν.
Εισαγωγική Φωτογραφία
- Ο κίνδυνος του ολοκληρωτισμού και η ψυχολογία της υποταγής - 3 Μαρτίου, 2025
- Διαφορετικότητα, συμπερίληψη και ισότητα στο σχολικό πλαίσιο - 14 Φεβρουαρίου, 2025
- Παιδική κακοποίηση: τα ελληνικά δεδομένα και οι επιπτώσεις σε σωματικό και ψυχολογικό επίπεδο - 6 Φεβρουαρίου, 2025