Δυσκολίες όρασης: ψυχοκοινωνικές προκλήσεις
Η όραση είναι ίσως η πιο σημαντική αίσθηση του ανθρώπου, η οποία μας επιτρέπει να κάνουμε μια σειρά από πολύ σημαντικά πράγματα στην καθημερινότητά μας. Μέσω της όρασης, μεταξύ άλλων, αντιλαμβανόμαστε (οπτικά) τον κόσμο γύρω μας, κινούμαστε στο χώρο, διαβάζουμε, ξεχωρίζουμε στιγμιαία πρόσωπα και αντικείμενα ή “διαβάζουμε” συναισθήματα! Οι βλέποντες πολλές φορές δεν εκτιμούμε την αξία της, αλλά είναι αποδεδειγμένο πως η απουσία της όρασης μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ανάπτυξή μας σε συγκεκριμένους τομείς.
Η αίσθηση αυτή είναι τόσο σημαντική ώστε η παρουσία ή η απουσία της αποτέλεσε πεδίο μελέτης εδώ και πολλούς αιώνες για την επιβεβαίωση αναπτυξιακών θεωριών και φιλοσοφικών ή θρησκευτικών δογμάτων. Και πράγματι, το σύνολο των επιστημονικών ευρημάτων συγκλίνουν στο ότι ο αντίκτυπος της έλλειψης όρασης στην γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη των ατόμων είναι αξιοσημείωτος και χρήζει περεταίρω μελέτης.
Τα διαθέσιμα ερευνητικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι τα τυφλά παιδιά παρουσιάζουν κάποιες διαφορές στην ανάπτυξη της γλώσσας, τουλάχιστον κατά τα πρώτα στάδια αυτής. Έχει βρεθεί πως το λεξιλόγιό των εκ γενετής μη βλεπόντων παιδιών τείνει να περιέχει λιγότερες κοινωνικές και προσωπικές λέξεις (π.χ. εαυτός, ομάδα). Αντίθετα, το λεξιλόγιό τους τείνει να έχει περισσότερες λέξεις που σχετίζονται με δράσεις του παιδιού και εντολές (π.χ. “πιάνω τη μπάλα”, “πηγαίνω στην πόρτα”), ενώ ταυτόχρονα τείνουν να υπογενικεύουν τις λέξεις που χρησιμοποιούν για να αναφερθούν σε συγκεκριμένα πρόσωπα και αντικείμενα και όχι στην ευρύτερη κατηγορία τους (π.χ. η «μαμά» είναι μόνο η δική τους μητέρα και το «σκυλάκι» μόνο το δικό τους σκυλί), ενδεχομένως αντικατοπτρίζοντας με αυτό τον τρόπο τον αντίκτυπο των διαφορετικών εμπειριών τους στην ανάπτυξη της γλώσσας και των γνωστικών χαρτών ακριβώς λόγω έλλειψης της ικανότητας όρασης [1]Hodapp, R. (2005). Αναπτυξιακές θεωρίες και αναπηρία: Νοητική καθυστέρηση, αισθητηριακές διαταραχές και κινητική αναπηρία. Μεταίχμιο . Φυσικά, η διαφορά αυτή, μειώνεται σταδιακά καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, αποκτούν περισσότερες εμπειρίες και εμπλουτίζουν τις γνώσεις τους. Έτσι, τελικά τα τυφλά παιδιά καταλήγουν να έχουν ένα εξίσου πλούσιο λεξιλόγιο και βαθμό κατανόησης της γλώσσας, με κάποιες ποιοτικές διαφοροποιήσεις κυρίως ως προς την κατανόηση και γενίκευση λέξεων και εννοιών στις οποίες η οπτική επεξεργασία παίζει σημαντικό ρόλο [2]Dunlea. A. (1989). «Vision and the emergence of meaning», Cambridge University Press, New York. . Οι διαφορές αυτές όμως είναι αναμενόμενες, εάν αναλογιστούμε ότι ουσιαστικά ο μηχανισμός της μάθησης και του εμπλουτισμού του λεξιλογίου βασίζεται στις εμπειρίες μας. Τα βλέποντα παιδιά μαθαίνουν μέσα από το σύνολο των αισθήσεων, ενώ τα παιδιά με δυσκολίες όρασης ή τύφλωση ουσιαστικά υπολείπονται όσον αφορά την οπτική δίοδο πληροφοριών. Έτσι, χρειάζονται εναλλακτικό τρόπο μάθησης ή/και περισσότερο χρόνο για την πλήρη κατανόηση κάποιων λέξεων και εννοιών.
Ο βαθμός της επίδρασης της τύφλωσης ή της οπτικής ανεπάρκειας στη γλωσσική, γνωστική και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών απασχολεί έντονα την ερευνητική κοινότητα, καθώς οι απόψεις διίστανται. Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι τα παιδιά με προβλήματα όρασης παρουσιάζουν αναπτυξιακές διαφοροποιήσεις, ενώ άλλοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν υφίστανται σημαντικές διαφορές στην ανάπτυξη και τη συμπεριφορά τους εν συγκρίσει με τα βλέποντα παιδιά [3]Στασινός, Δ. (2020). Η ειδική συμπεριληπτική εκπαίδευση 2027 (3η έκδ.). Εκδόσεις Παπαζήση. .
Αυτοεκτίμηση και δυσκολίες όρασης
Η αυτοεκτίμηση είναι ένας όρος που εμφανίζεται σε διάφορα θεωρητικά πλαίσια, κυρίως της ψυχολογίας κινήτρων. Θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε την αυτοεκτίμηση από πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες και παρόλο που όλοι έχουμε μια γενική κατανόηση του τι σημαίνει κάποιος να έχει “υψηλή αυτοπεποίθηση”, είναι δύσκολο να δώσουμε έναν σαφή ορισμό που να εμπεριέχει όλα όσα σκεφτόμαστε όταν ακούμε αυτή τη λέξη. Η αυτοεκτίμηση γενικά αναφέρεται, όπως μπορούμε να καταλάβουμε σε πρώτη φάση από τις λέξεις που αποτελούν αυτή τη σύνθετη λέξη, στο βαθμό που εκτιμούμε τον εαυτό μας. Όταν κατανοούμε τις δυνατότητές μας και αντιλαμβανόμαστε την αξία μας, αισθανόμενοι ότι όντως αξίζουμε ως άτομα, τότε μπορούμε να πούμε ότι έχουμε αυτό που αποκαλούμε “υψηλή αυτοπεποίθηση”. Αυτό το αίσθημα αυταξίας έχει βρεθεί πως σε γενικές γραμμές συσχετίζεται με καλύτερη ποιότητα ζωής και αυξημένη προσαρμοστικότητα στις αλλαγές που συμβαίνουν στη ζωή μας.
Η βιβλιογραφία αναφέρεται σε τρεις βασικούς τύπους αυτοεκτίμησης, οι οποίοι διαφοροποιούνται βάσει της αντίληψης του εαυτού. Ο «προσωπικός εαυτός» -και αντίστοιχα η αυτοεκτίμηση σε αυτό το επίπεδο- αναφέρεται στην αντίληψη του ατόμου για τα ατομικά χαρακτηριστικά του τα οποία το ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους (personal self). Σημαντικά επιτεύγματα και ιδιαίτερες ικανότητες που μπορεί να έχει ένα άτομο αποτελούν στοιχεία αυτοπεποίθησης του «προσωπικού εαυτού». Ένα άτομο που αναγνωρίζει ότι είναι εξαιρετικό στα μαθηματικά ή στη μουσική και αυτό το ξεχωρίζει από τους άλλους γύρω του, έχει υψηλή αυτοπεποίθηση σε αυτό το επίπεδο του “προσωπικού εαυτού”.
Ο «κοινωνικός εαυτός» από την άλλη πλευρά αναφέρεται στην αντίληψη του ατόμου για χαρακτηριστικά που μοιράζεται με τους σημαντικούς άλλους στη ζωή του (relational self) αλλά και στα αντιλαμβανόμενα κοινά χαρακτηριστικά του ατόμου με μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκει (collective self), όπως είναι το έθνος ή η θρησκεία [4]Du, H., King, R. B., & Chi, P. (2017). Self-esteem and subjective well-being revisited: The roles of personal, relational, and collective self-esteem. PLOS ONE, 12(8). . Όσο περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, στόχους και αξίες θεωρούμε ότι έχουμε με τον κοινωνικό μας περίγυρο, τόσο αυξάνεται η αυτοπεποίθηση σε αυτό το δεύτερο επίπεδο του «κοινωνικού εαυτού». Αναπτύσσουμε την αυτοεκτίμησή μας παράλληλα με την ανάπτυξη αυτών των αντιλήψεων των ατομικών χαρακτηριστικών και την αξιολογούμε σε επίπεδο “προσωπικού” και “κοινωνικού” εαυτού. Η αξιολόγηση μπορεί να διαφέρει από το ένα επίπεδο στο άλλο και δεν ταυτίζονται πάντοτε. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αυτοεκτίμηση ενός ατόμου δεν παραμένει σταθερή στο χρόνο, αλλά μπορεί να αλλάζει ανάλογα με τα βιώματά, τις αλλαγές και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει στη ζωή του.
Τα άτομα με απώλεια όρασης και ιδιαίτερα όσα άτομα χάνουν την όρασή τους αφού έχουν βιώσει την συγκεκριμένη αίσθηση, βιώνουν ιδιαίτερες προκλήσεις στην καθημερινότητά τους. Η ερευνητική κοινότητα έχει δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον αντίκτυπο της απώλειας όρασης στην αυτοπεποίθηση των ατόμων. Υπάρχουν έρευνες που υποστηρίζουν ότι τα άτομα με μερική ή ολική απώλεια της όρασης αναφέρουν χαμηλότερη αυτοπεποίθηση και αυξημένα αισθήματα κατάθλιψης και απομόνωσης από τον κοινωνικό περίγυρο εν συγκρίσει με τα άτομα δίχως απώλεια όρασης [5]Papadopoulos, K. (2014). The impact of individual characteristics in self-esteem and locus of control of young adults with visual impairments. Research in Developmental Disabilities, 35(3), 671–675 [6]Papadopoulos, K., Montgomery, A. J., & Chronopoulou, E. (2013). The impact of visual impairments in self-esteem and locus of control. Research in Developmental Disabilities, 34(12), 4565–4570 . Σύμφωνα με αυτές τις έρευνες, η παρατηρούμενη χαμηλότερη αυτοπεποίθηση αποτελεί αποτέλεσμα μακροχρόνιων ψυχοπιεστικών καταστάσεων που βιώνουν τα άτομα με απώλεια όρασης.
Το 2017 έγινε μια συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας από μία ερευνητική ομάδα [7]Augestad, L. B. (2017). Self-concept and self-esteem among children and young adults with visual impairment: A systematic review. Cogent Psychology, 4(1) η οποία συγκέντρωσε τα διαθέσιμα δεδομένα για να μελετήσει εάν τελικά η απώλεια όρασης όντως έχει αντίκτυπο στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη στα παιδιά. Αυτό στο οποίο κατέληξε η συγκεκριμένη μελέτη είναι ότι οι έρευνες μας λένε πως ο βαθμός της απώλειας της όρασης σχετίζεται όντως με μειωμένη αυτοποεποίθηση των παιδιών. Όσο πιο σημαντική είναι η απώλεια όρασης, τόσο πιο σοβαρό είναι το “πλήγμα” στην αυτοπεποίθηση των παιδιών.
Φυσικά η απώλεια όρασης από μόνη της δεν είναι πάντοτε επαρκής παράγοντας για μειωμένη αυτοπεποίθηση. Το περιβάλλον και γενικότερα οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που βιώνει το παιδί παίζουν έναν εξίσου σημαντικό ρόλο. Άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με την μειωμένη αυτοπεποίθηση των παιδιών με απώλεια όρασης είναι το χαμηλό κοινωνικό και εκπαιδευτικό επίπεδο των γονέων, η ύπαρξη άλλων παιδιών στην οικογένεια με δυσκολίες συμπεριφοράς αλλά και η μειωμένη κοινωνική υποστήριξη της οικογένειας από το κράτος και το κοινωνικό σύνολο.
Απώλεια όρασης, αυτοπεποίθηση και αίσθηση ελέγχου της καθημερινότητας
Η ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης και των κινήτρων για την εμπλοκή μας με οτιδήποτε καταπιαστούμε σχετίζεται και με το κατά πόσο αισθανόμαστε ότι έχουμε τον έλεγχο σε όσα μας συμβαίνουν ή όσα τελικά δεν θα πετύχουμε, παρά την προσπάθειά μας. Όταν προσπαθούμε να επιτύχουμε κάτι συμπεριφερόμαστε με έναν συγκεκριμένο τρόπο, παίρνουμε πρωτοβουλίες, εμπλεκόμαστε με διάφορες καταστάσεις και αναμένουμε να δούμε εάν όλα αυτά θα έχουν αποτέλεσμα. Αφού επέλθει το τελικό αποτέλεσμα, τότε τείνουμε να το αντιληφθούμε με δύο κυρίως τρόπους. Ο πρώτος είναι να το αποδώσουμε σε εσωτερικούς, προσωπικούς παράγοντες (π.χ. την επιμονή μας ή την έλλειψη επιμονής μας, το υψηλό ή χαμηλό επίπεδο νοημοσύνης που θεωρούμε ότι έχουμε, το πόσο δυνατοί ή αδύνατοι αισθανόμαστε κτλ). Ο δεύτερος τρόπος αντίληψης είναι το ακριβώς αντίθετο, όπου το αποτέλεσμα το αντιλαμβανόμαστε ως παράγωγο εξωτερικών παραγόντων στους οποίους εμείς έχουμε λίγη ή καθόλου επιρροή (τύχη, το ότι κάποιος μας αντιπαθεί ή δεν μας δίνει την ευκαιρία να πετύχουμε, ο καιρός, η συγκυρία κτλ).
Έχοντας αυτό στο νου μας, μπορούμε να πούμε πως ένα άτομο με υψηλή αυτοπεποίθηση αντιλαμβάνεται τα όποια θετικά βιώματα και επιτεύγματα ως αποτέλεσμα εσωτερικών παραγόντων που αποδίδονται στο ίδιο το άτομο, όπως είναι η προσπάθεια ή η ικανότητά του. Αντίθετα, η χαμηλή αυτοπεποίθηση έρχεται ως αποτέλεσμα της απόδοσης των θετικών βιωμάτων και επιτευγμάτων σε τρίτους παράγοντες όπως είναι η τύχη ή η εύνοια κάποιων τρίτων προσώπων [8]Saadat, M., Ghasemzadeh, A., Karami, S., & Soleimani, M. (2012). Relationship between self-esteem and locus of control in Iranian University students. Procedia – Social and Behavioral Sciences, 31, 530–535 . Η έννοια του κέντρου ελέγχου (locus of control) αναφέρεται στο βαθμό κατά τον οποίο αποδίδουμε τα γεγονότα στη ζωή μας α)σε εσωτερικούς και άρα ελεγχόμενους από εμάς παράγοντες, όπως είναι η συμπεριφορά μας και η προσπάθειά μας, ή β)σε εξωτερικούς και άρα μη ελεγχόμενους από εμάς παράγοντες όπως είναι η τύχη και οι συμπεριφορές τρίτων [9]Rotter, J. B., & Mulry, R. C. (1965). Internal versus external control of reinforcement and decision time. Journal of Personality and Social Psychology, 2(4), 598–604 . Τα άτομα φυσικά δεν έχουν πάντοτε ένα ξεκάθαρο, αμιγές κέντρο ελέγχου όπου όλα τα γεγονότα της ζωής μας αποδίδονται είτε σε εσωτερικούς είτε σε εξωτερικούς παράγοντες. Η απόδοση γίνεται εντός ενός φάσματος μεταξύ εσωτερικών και ελεγχόμενων παραγόντων αλλά και εξωτερικών, μη ελεγχόμενων παραγόντων. Κάποιες φορές μπορεί η απόδοση να γίνεται δίνοντας έμφαση στη μια πλευρά και κάποιες στην άλλη, ανάλογα με τις περιστάσεις.
Τι γίνεται όμως στα άτομα με μειωμένη όραση; Αισθάνονται ότι δεν έχουν τον έλεγχο, όπως θα περίμενε κάποιος; Και εάν ναι, σε ποιες περιπτώσεις συμβαίνει αυτό;
Τα διαθέσιμα ερευνητικά δεδομένα για τα χαρακτηριστικά του κέντρου ελέγχου σε άτομα με προβλήματα όρασης υπογραμμίζουν την ύπαρξη διαφορών μεταξύ βλεπόντων και μη βλεπόντων σε κάποιες περιπτώσεις, υπό συγκεκριμένες όμως συνθήκες. Συγκεκριμένα, τα άτομα με δυσκολίες όρασης δεν φαίνεται πως έχουν γενικά διαφορές ως προς το κέντρο ελέγχου εν συγκρίσει με τα άτομα που δεν έχουν δυσκολίες όρασης. Ένας παράγοντας όμως ο οποίος σχετίζεται με αυξημένη αίσθηση εξωτερικού κέντρου ελέγχου είναι η ικανότητα για αυτόνομη μετακίνηση στην καθημερινότητα των ατόμων με προβλήματα όρασης.
Όταν τα άτομα αισθάνονται ότι δεν μπορούν να κινηθούν αυτόνομα, τότε τείνουν να αναπτύσσουν ένα εξωτερικό κέντρο ελέγχου, όπου τα βιώματά τους εξαρτώνται από τρίτους παράγοντες και άτομα και όχι από τα δικά τους χαρακτηριστικά και ικανότητες [10]Papadopoulos, K., Montgomery, A. J., & Chronopoulou, E. (2013). The impact of visual impairments in self-esteem and locus of control. Research in Developmental Disabilities, 34(12), 4565–4570 . Ο βαθμός της απώλειας της όρασης αλλά και το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την απώλεια της όρασης είναι ακόμη δύο παράγοντες που έχουν συσχετισθεί με αυξημένα επίπεδα αίσθησης εξωτερικού κέντρου ελέγχου. Όσο πιο μεγάλη η απώλεια όρασης και όσο πιο πρόσφατη, τόσο πιο πιθανό είναι τα άτομα να έχουν την πεποίθηση ενός εξωτερικού κέντρου ελέγχου, ότι δηλαδή αυτά που συμβαίνουν οφείλονται σε τρίτους παράγοντες που δεν έλέγχονται από τα ίδια τα άτομα [11]Roy, A. W. N., & MacKay, G. F. (2002). Self-Perception and Locus of Control in Visually Impaired College Students with Different Types of Vision Loss. Journal of Visual Impairment & Blindness, 96(4), 254–266 . Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι υπάρχουν κάποιες διαφορές στο κέντρο ελέγχου μεταξύ ατόμων με προβλήματα όρασης και ατόμων δίχως προβλήματα όρασης, οι οποίες όμως γίνονται εμφανείς συνδυαστικά με τρίτους παράγοντες.
Ο αντίκτυπος της απώλειας όρασης στην ψυχική υγεία
Όταν κάποιος χάνει την όραση του σε κάποια φάση της ζωής του, έχοντας βιώσει την αίσθηση της όρασης και βασιζόμενο σε μεγάλο βαθμό σε αυτή, είναι αναμενόμενο και εξαιρετικά πιθανό να βιώσει αυτή την αλλαγή ως μια ιδιαίτερα τραυματική εμπειρία. Η όραση ήταν εξάλλου η βασική αίσθηση με την οποία αντιλαμβανόταν τον κόσμο και αλληλοεπιδρούσε με άλλους. Δεδομένα από τη διεθνή βιβλιογραφία δείχνουν ότι η απώλεια όρασης συνοδεύεται πολύ συχνά με την ανάπτυξη δυσκολιών ψυχικής υγείας, ιδιαίτερα κατά την περίοδο μετάβασης από την κανονική όραση στη μειωμένη όραση ή ακόμη και στην τύφλωση. Αυτά τα ευρήματα επισημαίνουν τον σημαντικό και μεγάλο αντίκτυπο της απώλειας όρασης στην ψυχοσυναισθηματική υγεία των ατόμων. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφέρουμε για παράδειγμα πως η απώλεια όρασης θεωρείται από πολλούς ερευνητές ως ένας παράγοντας που σχετίζεται με αυξημένες πιθανότητες ανάπτυξης καταθλιπτικών συμπτωμάτων ή ακόμη και απόπειρας αυτοκτονίας [12]De Leo, D., Portia, A., Meneghel, G., & Cantor, C. (1999). Blindness, Fear of Sight Loss, and Suicide. Psychosomatics, 40(4), 339–344 .
Μια βασική παράμετρος που επηρεάζει την ανάπτυξη καταθλιπτικών συμπτωμάτων στα άτομα με απώλεια όρασης φαίνεται πως είναι η μειωμένη κοινωνική διασυνδεσιμότητα αλλά και το κατά πόσο τα άτομα αυτά εμπλέκονται στην καθημερινή τους ζωή σε ευχάριστες για τα ίδια δραστηριότητες [13]Cosh, S., Carriere, I., Nael, V., Tzourio, C., Delcourt, C., & Helmer, C. (2019). The association of vision loss and dimensions of depression over 12 years in older adults: Findings from the Three City study. Journal of Affective Disorders, 243, 477–484 . Ιδιαίτερη περίπτωση είναι τα άτομα που ήταν βλέποντες και τα οποία μεταβαίνουν σε μια νέα κατάσταση μερικής ή ολικής απώλειας της βασικής αίσθησης της όρασης. Ιδιαίτερα σε αυτή την περίπτωση και κατά τη μεταβατική φάση είναι αναμενόμενο να παρουσιάζεται συχνά μειωμένη κοινωνική λειτουργικότητά. Η κοινωνική απομόνωση των ατόμων με οπτική αναπηρία αλλά και το γεγονός ότι πολλές φορές τα άτομα αυτά παρουσιάζουν μειωμένη λειτουργικότητα στην καθημερινότητά τους σε ένα κόσμο που -ιδιαίτερα στην Ελλάδα- δεν παρέχει βασικές υποδομές υποστήριξης των ατόμων με αναπηρία, έχει σαφώς αντίκτυπο στην ψυχική υγεία τους. Όταν δε, τα άτομα αυτά έρχονται αντιμέτωπα με καταστάσεις όπως το κοινωνικό στίγμα λόγω της αναπηρίας, διακρίσεις και κοινωνική απομόνωση, τότε η διεθνής βιβλιογραφία έχει εντοπίσει ότι τροφοδοτούνται πιο έντονα τα συμπτώματα κατάθλιψης [14]Brunes, A., & Heir, T. (2020). Visual impairment and depression: Age-specific prevalence, associations with vision loss, and relation to life satisfaction. World Journal of Psychiatry, 10(6), 139–149 .
Όταν τα άτομα με οπτική αναπηρία χάνουν ταυτόχρονα και κάποιες άλλες αισθήσεις, τότε η επιβάρυνση σε επίπεδο ψυχικής υγείας είναι ακόμη μεγαλύτερη. Για παράδειγμα, όταν η απώλεια της όρασης συνοδεύεται και με απώλεια ακοής, τότε τα άτομα έχουν ακόμη πιο αυξημένες πιθανότητες παρουσίασης συμπτωμάτων κατάθλιψης, εν συγκρίσει με τα άτομα που παρουσιάζουν μόνο απώλεια ακοής. Η ταυτόχρονη απώλεια όρασης και ακοής σε ενήλικες σχετίζεται με την έναρξη συμπτωμάτων κατάθλιψης και την αύξησή τους σε βάθος χρόνου. Ενήλικες με πολλαπλές αναπηρίες γενικότερα έχουν διαφορετικά προφίλ ψυχικής υγείας, τα οποία άλλωστε λαμβάνονται υπόψη σε προγράμματα εξατομικευμένης παρέμβασης [15]Bolat, N., Doğangün, B., Yavuz, M., Demir, T., & Kayaalp, L. (2011). Depression and anxiety levels and self-concept characteristics of adolescents with congenital complete visual impairment. Turkish Journal of Psychiatry, 22(2), 77–82 [16]Cosh, S., Hanno, T., Helmer, C., Bertelsen, G., Delcourt, C., Schirmer, H. (2018). The association amongst visual, hearing, and dual sensory loss with depression and anxiety over 6 years: The Tromsø Study. International Journal of Geriatric Psychiatry, 33(4), 598–605 .
Από την συνοπτική παράθεση των διαθέσιμων ερευνητικών δεδομένων προκύπτει πως τα άτομα με απώλεια όρασης αναπτύσσουν ιδιαίτερα ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά ως συνέπεια των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν λόγω των δυσκολιών όρασης. Ταυτόχρονα, τα διαθέσιμα δεδομένα υπογραμμίζουν την ανάγκη για εξατομικευμένη υποστήριξή τους στα κοινωνικά και εκπαιδευτικά πλαίσια, καθώς οι παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν τα ιδιαίτερα ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά αλλά και, σε κάποιες περιπτώσεις, την αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης ψυχοπαθολογίας δεν είναι σταθεροί, αλλά σχετίζονται με τις ατομικές ιδιαιτερότητες του κάθε ατόμου και των βιωμάτων του.
Εικόνες
- Εναντιωματική συμπεριφορά παιδιών: τι μπορούν να κάνουν οι γονείς - 14 Νοεμβρίου, 2024
- Οι αλλαγή των εποχών επηρεάζει την ηθική μας πυξίδα - 14 Οκτωβρίου, 2024
- Ακαδημαϊκή επιτυχία: εστιάζοντας πέρα από την υψηλή νοημοσύνη - 17 Σεπτεμβρίου, 2024
Πηγές / Διαβάστε περισσότερα
↑1 | Hodapp, R. (2005). Αναπτυξιακές θεωρίες και αναπηρία: Νοητική καθυστέρηση, αισθητηριακές διαταραχές και κινητική αναπηρία. Μεταίχμιο |
---|---|
↑2 | Dunlea. A. (1989). «Vision and the emergence of meaning», Cambridge University Press, New York. |
↑3 | Στασινός, Δ. (2020). Η ειδική συμπεριληπτική εκπαίδευση 2027 (3η έκδ.). Εκδόσεις Παπαζήση. |
↑4 | Du, H., King, R. B., & Chi, P. (2017). Self-esteem and subjective well-being revisited: The roles of personal, relational, and collective self-esteem. PLOS ONE, 12(8). |
↑5 | Papadopoulos, K. (2014). The impact of individual characteristics in self-esteem and locus of control of young adults with visual impairments. Research in Developmental Disabilities, 35(3), 671–675 |
↑6, ↑10 | Papadopoulos, K., Montgomery, A. J., & Chronopoulou, E. (2013). The impact of visual impairments in self-esteem and locus of control. Research in Developmental Disabilities, 34(12), 4565–4570 |
↑7 | Augestad, L. B. (2017). Self-concept and self-esteem among children and young adults with visual impairment: A systematic review. Cogent Psychology, 4(1) |
↑8 | Saadat, M., Ghasemzadeh, A., Karami, S., & Soleimani, M. (2012). Relationship between self-esteem and locus of control in Iranian University students. Procedia – Social and Behavioral Sciences, 31, 530–535 |
↑9 | Rotter, J. B., & Mulry, R. C. (1965). Internal versus external control of reinforcement and decision time. Journal of Personality and Social Psychology, 2(4), 598–604 |
↑11 | Roy, A. W. N., & MacKay, G. F. (2002). Self-Perception and Locus of Control in Visually Impaired College Students with Different Types of Vision Loss. Journal of Visual Impairment & Blindness, 96(4), 254–266 |
↑12 | De Leo, D., Portia, A., Meneghel, G., & Cantor, C. (1999). Blindness, Fear of Sight Loss, and Suicide. Psychosomatics, 40(4), 339–344 |
↑13 | Cosh, S., Carriere, I., Nael, V., Tzourio, C., Delcourt, C., & Helmer, C. (2019). The association of vision loss and dimensions of depression over 12 years in older adults: Findings from the Three City study. Journal of Affective Disorders, 243, 477–484 |
↑14 | Brunes, A., & Heir, T. (2020). Visual impairment and depression: Age-specific prevalence, associations with vision loss, and relation to life satisfaction. World Journal of Psychiatry, 10(6), 139–149 |
↑15 | Bolat, N., Doğangün, B., Yavuz, M., Demir, T., & Kayaalp, L. (2011). Depression and anxiety levels and self-concept characteristics of adolescents with congenital complete visual impairment. Turkish Journal of Psychiatry, 22(2), 77–82 |
↑16 | Cosh, S., Hanno, T., Helmer, C., Bertelsen, G., Delcourt, C., Schirmer, H. (2018). The association amongst visual, hearing, and dual sensory loss with depression and anxiety over 6 years: The Tromsø Study. International Journal of Geriatric Psychiatry, 33(4), 598–605 |