Κίνητρα: γιατί κάνουμε όσα κάνουμε;

Από την αρχαιότητα, ένα από τα πιο βασικά θέματα που προβλημάτισαν τους φιλοσόφους και τους εκπροσώπους των θρησκειών ήταν αυτό της ελεύθερης βούλησης και των βαθύτερων αιτιών της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Γιατί συμπεριφερόμαστε έτσι όπως συμπεριφερόμαστε; Τι στόχους έχουμε στη ζωή μας και από που πηγάζουν αυτοί; Τι είναι αυτό που μας ωθεί να κάνουμε αυτά που κάνουμε;

Φαίνεται πως η φύση μας και οι εγκεφαλικές μας συνδέσεις μας ωθούν στην αναζήτηση των βαθύτερων αιτιών γενικότερα στο περιβάλλον μας, πέρα από τη σχέση αίτιου-αποτελέσματος στη συμπεριφορά μας. Έχουμε μια φυσική περιέργεια για να διαπιστώσουμε τι είναι αυτό που προκαλεί αυτό που βλέπουμε μπροστά μας. Όσον αφορά βέβαια τη συμπεριφορά μας, η απάντηση στο ερώτημα τι είναι αυτό που την προκαλεί δεν είναι εύκολη, γιατί αυτά που προκαλούν τη συμπεριφορά μας μπορεί να είναι πολλά και δεν μπορούμε πάντοτε να τα αντιληφθούμε ή να τα εκφράσουμε, ενώ πολλές φορές δεν ξέρουμε καν από που προέρχονται. Για παράδειγμα, μπορεί να είμαστε θυμωμένοι και να μην γνωρίζουμε γιατί. Στη συνέχεια όμως διπιστώνουμε ότι αισθανόμαστε καλύτερα μόλις φάμε και επομένως διαπιστώνουμε εκ των υστέρων ότι ο εκνευρισμός μας οφείλονταν στην πείνα. Άλλες φορές βέβαια, οι κινητήριες δυνάμεις για να κάνουμε κάτι μας είναι πιο εμφανείς και ξεκάθαρες. Για παράδειγμα, πιέζουμε τον εαυτό μας να διαβάσει και να μάθει το περιεχόμενο ενός μαθήματος γιατί θέλουμε να πάρουμε το πτυχίο μας. Αυτό είναι κάτι που κατά πάσα πιθανότητα είναι πολύ συνειδητό και επομένως το αντιλαμβανόμαστε ως σαφές κίνητρο της συμπεριφοράς μας.

Η σημαντικότητα των κινήτρων για την ερμηνεία της συμπεριφοράς μας είναι ένα θέμα που απασχόλησε την ανθρωπότητα εδώ και πολλούς αιώνες. Ήδη στην αρχαία Ελλάδα οι φιλόσοφοι προσπαθούσαν να απαντήσουν στο βασικό ερώτημα “γιατί κάνουμε κάτι;”, δημιουργώντας διαφορετικά φιλοσοφικά πλαίσια για να καταλήξουν στην απάντηση. Ο Αριστοτέλης, εστερνιζόμενος την λεγόμενη τελεολογική αντίληψη μελετούσε τον κόσμο υπό το πρίσμα 4 βασικών αιτιών τα οποία εξηγούν την ύπαρξη κάποιου αντικειμένου ή μία ενέργεια/πράξη: το υλικό αίτιο, το ειδικό αίτιο, το ποιητικό αίτιο και το τελικό αίτιο.

Τα πρώτα δύο αίτια αναφέρονται κυρίως σε απτά αντικείμενα και δεν μας απασχολούν στα πλαίσια της μελέτης των κινήτρων. Το υλικό αίτιο αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο ένα αντικείμενο (π.χ. ένα ξύλινο αγαλματίδιο), ενώ το ειδικό αίτιο αναφέρεται στην τελική μορφή του αντικειμένου και το “είδος” του (π.χ. το ξύλινο αντικείμενο είναι αγαλματίδιο που απεικονίζει μια θεότητα). Στη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των κινήτρων παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ποιητικό αίτιο και το τελικό αίτιο που περιέγραψε ο Αριστοτέλης [1]Βασίλης Κάλφας (2009). Αριστοτέλης, “Μετά τα Φυσικά, Βιβλίο Α. Πόλις .

Το ποιητικό αίτιο αναφέρεται σε μια ενέργεια ή κατάσταση η οποία ενήργησε ώστε να δημιουργηθεί κάτι. Με άλλα λόγια, εάν έχουμε δύο πράξεις (Α1 και Α2) και παρατηρούμε ότι το Α1 προκάλεσε το Α2, τότε το Α1 αναφέρεται ως η αιτία του Α2 και άρα ως το ποιητικό αίτιο. Υπό το πρίσμα των κινήτρων λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι ορισμένες πράξεις πραγματοποιούνται ως αποτέλεσμα κάποιων προϋπάρχοντων ερεθισμάτων ή παραγόντων, μέσα σε ένα σύστημα αίτιου – αποτελέσματος. Για παράδειγμα, βάζουμε τις φωνές σε κάποιον ως απάντηση στις δικές του φωνές εναντίον μας.

Το τελικό αίτιο από την άλλη αναφέρεται στο σκοπό για τον οποίο συμβαίνει κάτι. Το τελικό αίτιο μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ένας στόχος στον οποίο θέλουμε να καταλήξουμε και έτσι ενεργούμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε δύο στοιχεία στο σύστημα της συμπεριφοράς μας, μία συμπεριφορά (Α1) την οποία πραγματοποιούμε ώστε να φτάσουμε στον τελικό μας στόχο (Σ1). Ο τελικός στόχος Σ1 είναι αυτός ο οποίος ορίζει και κατευθύνει και τη συμπεριφορά μας, καθώς εάν αλλάξει αυτός, τότε αλλάζει και η συμπεριφορά μας (π.χ. διαβάζω γιατί θέλω να βγάλω μεγάλο βαθμό).

Η τελεολογική αντίληψη του Αριστοτέλη υπάρχει ακόμη στα σύγχρονα θεωρητικά πλαίσια για τα κίνητρα. Εάν το σκεφτούμε άλλωστε όντως αυτές οι δύο κατηγορίες σχέσεων αιτίας-αποτελέσματος μεταξύ συμπεριφορών ή/και καταστάσεων αποτελούν τις πιο συνηθισμένες κινητήριες δυνάμεις πίσω από τη συμπεριφορά μας. Κάνουμε κάτι ή μας συμβαίνει κάτι και αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια συμπεριφορά μας ή κάνουμε κάτι ώστε να καταλήξουμε σε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα. Φυσικά οι θεωρίες της ψυχολογίας κινήτρων έχουν εστιάσει περισσότερο και πιο συστηματικά αποκλειστικά πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά εμπλουτίζοντας αυτή την πρώτη εικόνα με περισσότερους παράγοντες.

Η μελέτη των κινήτρων της ανθρώπινης συμπεριφοράς εστιάζει ουσιαστικά σε οτιδήποτε μας ωθεί σε δράση ή διατηρεί τη δράση μας ως προς ένα στόχο. Ο στόχος αυτός μπορεί να είναι κάτι που επιθυμούμε να πετύχουμε/αποκτήσουμε ή κάτι το οποίο προσπαθούμε να αποφύγουμε [2]Κωσταρίδου-Ευκλείδη (2012). Ψυχολογία Κινήτρων. Αθήνα: Πεδίο. . Ένα παράδειγμα της πρώτης κατηγορίας κινήτρων (κίνητρα επίτευξης) είναι ο στόχος ενός καλού βαθμού στις σχολικές εξετάσεις ή μιας πολύ καλής δουλειάς που θέλουμε να αποκτήσουμε. Αντίστοιχα, ένα παράδειγμα κινήτρων της δεύτερης κατηγορίας όπου προσπαθούμε να αποφύγουμε κάτι (κίνητρα αποφυγής) είναι ένας κακός βαθμός στο σχολείο ή η αποφυγή μετακίνησης με αεροπλάνο γιατί μας φοβίζει. Και οι δύο αυτές συνθήκες (η προσέγγιση προς κάτι επιθυμητό και η αποφυγή κάτι ανεπιθύμητου) διαμορφώνουν τη συμπεριφορά, αν και με διαφορετικό τρόπο, όπως γίνεται εύκολα κατανοητό. Σύμφωνα με αυτές τις δύο αρχές, το τι θα κάνουμε καθορίζεται από όσα θέλουμε πετύχουμε και όσα θέλουμε να αποφύγουμε με τις δράσεις μας.

Έπειτα, ένας άλλος διαχωρισμός των κινήτρων που συναντάται συχνά είναι μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών κινήτρων. Τα κίνητρά μας για κάτι μπορεί να προέρχονται από μια εσωτερική ανάγκη (π.χ. επιθυμία για μάθηση, ικανοποίηση της περιέργειάς μας) ή από την επιθυμία να αποκτήσουμε κάτι (π.χ. χρήματα, φήμη). Ανάλογα με το πλαίσιο και τον επιθυμητό στόχο, διαμορφώνεται διαφορετικά η συμπεριφορά μας, αλλά και αυξομειώνονται οι πιθανότητες επίτευξης των στόχων, εάν αναφερόμαστε σε μια συνειδητή στοχοθέτηση της συμπεριφοράς μας. Τα εξωτερικά κίνητρα τείνουν να είναι πιο αποτελεσματικά για βραχυχρόνιους στόχους, ενώ τα εσωτερικά λειτουργούν πιο αποτελεσματικά σε μακροχρόνιους στόχους.

Κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι τόσο τα εσωτερικά όσο και τα εξωτερικά κίνητρα μπορούν να είναι συνειδητά ή ασυνείδητα. Άλλωστε οι άνθρωποι κατευθυνόμαστε όχι μόνο από τα όσα σκεφτόμαστε αλλά και από βαθύτερους, εγγενείς και αυτόματους μηχανισμούς, όπως είναι τα ένστικτα. Για παράδειγμα, όταν τρέχουμε να φύγουμε από κάτι που μας τρομάζει (π.χ. ένα φίδι), τότε η αυτόματη αντίδρασή μας, δίχως καν να το σκεφτούμε, είναι να τρέξουμε και να απομακρυνθούμε από τον κίνδυνο. Σε αυτή την περίπτωση προφανώς το κίνητρο της συμπεριφοράς μας είναι το αυτόματο συναίσθημα του φόβου και το ένστικτο της επιβίωσης. Αυτού του είδους τα εγγενή κίνητρα είναι γραμμένα στον γενετικό μας κώδικα, μπορούμε να τα ελέγξουμε με μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας και είναι διαφορετικά από τα κίνητρα που αναπτύσσουμε μέσα από την αλληλεπίδρασή μας με τον κόσμο και τα όσα μαθαίνουμε καθώς αναπτυσσόμαστε.

Η μελέτη των κινήτρων: μια εύκολη υπόθεση;

Τις περισσότερες φορές δεν είναι εύκολο και ούτε πρακτικό και ακριβές να κατηγοριοποιήσουμε τις συμπεριφορές μας και τα κίνητρά μας στις γενικές κατηγορίες που αναφέραμε πιο πάνω. Τα κίνητρα δεν είναι πάντα ξεκάθαρα μόνο εσωτερικά ή εξωτερικά, επίτευξης στόχων ή αποφυγής ανεπιθύμητων καταστάσεων. Επιπλέον, περιλαμβάνουν μηχανισμούς πολύ πιο περίπλοκους από ένα σύστημα ενστίκτων. Για παράδειγμα περιλαμβάνουν σκέψεις, την επεξεργασία δεδομένων και φυσικά τη λήψη αποφάσεων και την ενεργοποίησή μας για την επίτευξη αυτών των αποφάσεων.

Και για να αντιληφθούμε το πόσο δύσκολη είναι η μελέτη και ο προσδιορισμός των κινήτρων -όπως άλλωστε και ευρύτερα της ανθρώπινης συμπεριφοράς- αρκεί να σκεφτούμε πως η εμπλοκή όλων των πιο πάνω παραγόντων, και πολλών άλλων που διαφέρουν από άτομο σε άτομο, έχει ως αποτέλεσμα να μην συμπεριφερόμαστε όλοι το ίδιο, ακόμη και εάν έχουμε τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά και ζούμε λίγο – πολύ στο ίδιο περιβάλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους τα κίνητρα είναι οι μαθητές μιας τάξης, οι οποίοι μπορεί να είναι σχετικά ομοιογενείς ως προς κάποια βασικά χαρακτηριστικά τους (π.χ. ηλικία, φύλο, κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης), αλλά σίγουρα θα διαφέρουν πολύ μεταξύ τους ως προς το πόσο τους αρέσει και πόσο ασχολούνται με τα διάφορα μαθήματα. Αλλά ακόμη και εάν μιλάμε για το ίδιο άτομο, εισέρχεται μια ακόμη παράμετρος που περιπλέκει τα πράγματα και καθιστά τα κίνητρα μη σταθερά: ο χρόνος. Το ίδιο άτομο μπορεί να έχει διαφορετικά κίνητρα για την εμπλοκή του στις ίδιες δραστηριότητες καθώς περνάει ο χρόνος. Δεν είμαστε πάντα οι ίδιοι, όπως και οι καταστάσεις που βιώνουμε, όσο πανομοιότυπες και εάν μοιάζουν, δεν είναι οι ίδιες!

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι η ενασχόληση με τα κίνητρα είναι πολυδιάστατη. Αυτό γίνεται σαφές εάν σκεφτούμε πως πολλές έρευνες στην ψυχολογία ασχολούνται με πολλές διαφορετικές πτυχές που άπτονται των κινήτρων, προσπαθώντας να απαντήσουν σε ερωτήματα όπως: πως γεννιούνται τα κίνητρα, τι μορφές έχουν, πως τα μετράμε και τα συγκρίνουμε σε έναν πληθυσμό, τι ομοιότητες και διαφορές έχουν μεταξύ τους και πως εξηγούνται αυτές, ποιοι μηχανισμοί και τρίτοι παράγοντες επηρεάζουν την εξέλιξή τους; Η μελέτη των κινήτρων θα είναι πάντοτε σχετική και πάντοτε θα απαιτεί την επεξεργασία νέων δεδομένων, καθώς τα κίνητρα πηγαίνουν χέρι-χέρι με την εποχή στην οποία ζούμε, τις συνήθειες και τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος στις οποίες καλούμαστε να ανταποκριθούμε.

Το κείμενο προσφέρεται με άδεια ""Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές". Μπορείτε να αντιγράψετε και να μοιραστείτε το κείμενο δίχως να το αλλάξετε και αποκλειστικά για μη εμπορική χρήση, μόνο εφόσον αναφέρετε τον συντάκτη και την πηγή. Για οποιαδήποτε άλλη χρήση και άρση των περιορισμών απαιτείται η γραπτή άδεια του συντάκτη.

Δημήτρης Αγοραστός

Πηγές / Διαβάστε περισσότερα

Πηγές / Διαβάστε περισσότερα
1 Βασίλης Κάλφας (2009). Αριστοτέλης, “Μετά τα Φυσικά, Βιβλίο Α. Πόλις
2 Κωσταρίδου-Ευκλείδη (2012). Ψυχολογία Κινήτρων. Αθήνα: Πεδίο.

Δημήτρης Αγοραστός

Ψυχολόγος και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Σχολική Ψυχολογία (ΑΠΘ) και στις Νευροσυμπεριφορικές Επιστήμες (University of Tuebingen). Ασχολείται με την ανάπτυξη ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά και εφήβους με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, την αξιολόγησή τους στα πλαίσια εντοπισμού και αντιμετώπισης μαθησιακών και ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών, αλλά και την υποστήριξη της σχολικής κοινότητας εν τω συνόλω. Επιπλέον, μέσα από τις δομές και τις υπηρεσίες στις οποίες εργάζεται, παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και παιδιών.Έχει εμπειρία παροχής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Ίσως σας ενδιαφέρουν…