Η Υπακοή στην Εξουσία και το Πείραμα του Milgram: Μια Ματιά στην Ανθρώπινη Συμπεριφορά
Η υπακοή είναι ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κοινωνίας, καθώς επιτρέπει την ομαλή λειτουργία των θεσμών και των ομάδων. Ωστόσο, μπορεί να γίνει επικίνδυνη όταν οδηγεί σε πράξεις που συγκρούονται με την ηθική μας. Το πείραμα του Stanley Milgram, που διεξήχθη τη δεκαετία του 1960, προσέφερε μία από τις πιο διαφωτιστικές αλλά και προκλητικές προσεγγίσεις στη μελέτη της υπακοής στην εξουσία.
Ο Milgram διερεύνησε το πώς συνηθισμένοι άνθρωποι μπορούν να διαπράξουν ακραίες ενέργειες, υπακούοντας απλώς σε εντολές, και έθεσε ερωτήματα για τα όρια της ηθικής υπό πίεση. Η εργασία του εξακολουθεί να προκαλεί το ενδιαφέρον επιστημόνων και του κοινού, συνδέοντας την ανθρώπινη συμπεριφορά με ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα.
Η υπακοή στην εξουσία βασίζεται στην τάση των ανθρώπων να ακολουθούν εντολές από άτομα που θεωρούνται νόμιμες αυθεντίες. Αυτή η τάση είναι συχνά απαραίτητη για τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε προβληματικές καταστάσεις όταν αμφισβητούνται τα ηθικά όρια.
Ο Milgram υποστήριξε ότι οι άνθρωποι μεταβαίνουν σε μια «κατάσταση αντιπροσώπευσης», όπου βλέπουν τους εαυτούς τους ως εκτελεστές εντολών αντί ως υπεύθυνους για τις πράξεις τους. Αυτό εξηγεί πώς κάποιοι μπορούν να διαπράξουν ανήθικες πράξεις όταν νιώθουν ότι δεν έχουν την απόλυτη ευθύνη.
Το πείραμα του Milgram
Ο Milgram σχεδίασε το πείραμά του στο Πανεπιστήμιο Yale με στόχο να διερευνήσει την προθυμία των ανθρώπων να υπακούσουν σε εντολές που έρχονται σε σύγκρουση με την ηθική τους [1]Milgram, S. (1974). Obedience to Authority: An Experimental View. Harper & Row. . Ας μη ξεχνάμε ότι η ανθρωπότητα λίγες δεκαετίες πριν είχε ζήσει τις θηριωδίες του ναζισμού, ενώ ταυτόχρονα στις ΗΠΑ στα μέσα του 70, όταν έγινε και το πείραμα, υπήρχε έντονη κριτική για την εμπλοκή των ΗΠΑ σε πολέμους ανά το παγκόσμιο, κάτι που είχε σημαντικό αντίκτυπο στην ψυχική υγεία των στρατιωτών που αναγκάζονταν να κάνουν θηριωδίες.
Η δομή του πειράματος ήταν απλή. Οι συμμετέχοντες, που πίστευαν ότι συμμετείχαν σε μελέτη για τη μάθηση, έπρεπε να υποδυθούν τους “δασκάλους”. Αμέσως μετά την ανακοίνωση ότι θα είναι οι “δάσκαλοι” στο “πείραμα μνήμης”, τους επεξηγήθηκε η διαδικασία. Τους δινόταν εντολή να επιβάλουν ηλεκτροσόκ σε έναν «μαθητή» κάθε φορά που εκείνος έκανε λάθος. Ο “δάσκαλος” είχε μια κονσόλα μπροστά του η οποία είχε διάφορα κουμπιά. Πατώντας τα κουμπιά ο “δάσκαλος” έκανε ηλεκτροσοκ στον “μαθητή”. Κάθε φορά το ηλεκτροσοκ ήταν αυξημένης έντασης, κάτι που γνώριζε ο “δάσκαλος”, καθώς πάνω από κάθε κουμπί υπήρχε η ένδειξη της έντασης (π.χ. 50 volts, 100 volts)
Οι συμμετέχοντες δεν γνώριζαν ότι ο “μαθητής” ήταν ηθοποιός και ότι τα ηλεκτροσόκ ήταν ψεύτικα. Το πείραμα ήταν έτσι σχεδιασμένο ώστε πάντα οι συμμετέχοντες να έχουν το ρόλο του “δασκάλου” και ο ηθοποιός-συνεργάτης το ρόλο του “μαθητή”. Οι συμμετέχοντες δεν έβλεπαν τον μαθητή, καθώς αυτός ήταν σε ένα διπλανό χώρο, αλλά μπορούσαν να ακούσουν τον μαθητή να φωνάζει και να διαμαρτύρεται.
Ένας επιστήμονας, φορώντας λευκή ποδιά, τους παρότρυνε να συνεχίσουν, ακόμα κι όταν ο “μαθητής” έδειχνε να υποφέρει. Όταν οι “δάσκαλοι” διαμαρτύρονταν και είχαν ενδοιασμούς, ο επιστήμονας τους έλεγε να μην ανησυχούν και ότι ο ίδιος αναλαμβάνει την ευθύνη. Αυτό γινόταν ακόμη και όταν ο “μαθητής”, μετά από πολλά ηλεκτροσοκ πλέον δεν ακουγόταν καν.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 65% των συμμετεχόντων υπάκουσαν στις εντολές και έφτασαν μέχρι το μέγιστο επίπεδο “ηλεκτροσόκ” των 450 βολτ, παρότι έδειχναν εμφανή σημάδια άγχους και αμφιβολίας.
Αξίζει φυσικά να σημειώσουμε ότι ένα τέτοιο πείραμα δεν θα μπορούσε να γίνει σήμερα, λόγω σοβαρών ηθικών προβλημάτων που προκύπτουν, κυρίως όσον αφορά το ψυχολογικό τραύμα που άφησε σε κάποιους συμμετέχοντες.
Γιατί είναι σημαντικό το πείραμα του Milgram και το μνημονεύουμε ακόμη και σήμερα;
Το πείραμα του Milgram ανέδειξε μια σοκαριστική πραγματικότητα: οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να υπακούσουν στις εντολές μιας εξουσίας, ακόμα και όταν αυτές συγκρούονται με την ηθική τους. Αυτό είχε σημαντικές κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις σε όσους ήταν θύματα αυτής της πλευράς της ανθρώπινης φύσης και κυρίως όσους το έκαναν στα πλαίσια του πολέμου [2]Haslam, S. A., & Reicher, S. D. (2012). Contesting the “Nature” of Conformity: What Milgram and Zimbardo’s Studies Really Show. *PLoS Biology, 10 .
Ο Milgram έδειξε πώς οι κοινωνικές πιέσεις μπορούν να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων, κάνοντας ηθικούς ανθρώπους να κάνουν ανήθικες πράξεις εναντίον αθώων συνανθρώπων τους.Τα αποτελέσματά του χρησιμοποιήθηκαν για να κατανοηθεί η συμμόρφωση σε αυταρχικά καθεστώτα, όπως οι ναζιστικές θηριωδίες, αλλά και σε παράλογες εντολές στα πλαίσια πολεμικών επιχειρήσεων. Το πείραμα αυτό γενικά χρησιμοποιείται για να εξηγηθεί η υπακοή σε εξουσίες σε περιπτώσεις στρατιωτικής βίας, ιατρικής αμέλειας ή ακόμα και στον χώρο εργασίας.
Παρά τη συμβολή του στη μελέτη της υπακοής, το πείραμα του Milgram έχει δεχτεί σημαντική κριτική. Αρχικά, όπως ανέφερα ήδη, προκύπτουν σημαντικά ηθικά ζητήματα. Οι συμμετέχοντες υπέστησαν συναισθηματική πίεση, καθώς πίστευαν ότι προκαλούσαν πραγματικό πόνο. Σήμερα, τέτοιες μέθοδοι θα ήταν αδύνατο να εγκριθούν από οποιοδήποτε πανεπιστήμιο και επιτροπή ηθικής στον κόσμο.
Έπειτα, πολλοί αμφισβήτησαν τα αποτελέσματα του πειράματος, υποστηρίζοντας ότι τα υψηλά ποσοστά υπακοής μπορεί να οφείλονται σε μεροληψία στη δειγματοληψία ή στην επιρροή του ίδιου του Milgram στους συμμετέχοντες. Έπειτα, ας μη ξεχνάμε ότι το πείραμα δεν έγινε σε “πραγματικές συνθήκες”, αλλά σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, αυστηρά ελεγχόμενο, γεγονός που μπορεί να περιορίσει τη σύνδεση των ευρημάτων με την πραγματική ζωή.
Η κληρονομιά του Milgram ενέπνευσε νέα πειράματα, τα οποία προσπάθησαν να αναπαράγουν τα ευρήματά του, ενώ παράλληλα εφάρμοσαν πιο αυστηρά ηθικά πρότυπα, όπως αναμένεται από όλους τους σύγχρονους πειραματιστές. Για παράδειγμα, ο ψυχολόγος Jerry Burger [3]Burger, J. M. (2009). Replicating Milgram: Would People Still Obey Today? American Psychologist, 64(1), 1–11. επανέλαβε το πείραμα του Milgram με μικρές τροποποιήσεις για να μειώσει το ψυχολογικό βάρος στους συμμετέχοντες. Τα αποτελέσματα έδειξαν παρόμοια ποσοστά υπακοής, υπογραμμίζοντας ότι η υπακοή στην εξουσία παραμένει ένα διαχρονικό φαινόμενο.
Έπειτα, χάρη στην εξέλιξη της τεχνολογίας, έγινε χρήση της εικονικής πραγματικότητας καθώς η τεχνολογία αυτή επέτρεψε τη μελέτη της υπακοής χωρίς να προκαλείται συναισθηματική βλάβη. Οι συμμετέχοντες αλληλεπιδρούν με εικονικούς «μαθητές», εξαλείφοντας τις ηθικές ανησυχίες. Η σύγχρονη διασύνδεση όλων των πανεπιστημίων του κόσμου επιτρέπει συγκριτικές μελέτες όπου μελετώνται τα ίδια ερωτήματα και θεωρίες σε διαφορετικές κουλτούρες. Εξελιγμένες έρευνες σε διαφορετικούς πολιτισμούς χρησιμοποιώντας πειράματα όπως αυτό του Milgram προσφέρουν συγκριτικά δεδομένα, δείχνοντας πώς η κουλτούρα επηρεάζει την υπακοή.
Το πείραμα του Milgram έθεσε θεμέλια για τη μελέτη της υπακοής στην εξουσία και συνεχίζει να εμπνέει τη σύγχρονη ψυχολογία. Παρότι έχει δεχτεί κριτική, αποτελεί μια ανεκτίμητη πηγή γνώσης για την κατανόηση του πώς λειτουργεί η ανθρώπινη συμπεριφορά υπό πίεση.
Σήμερα, η ανάγκη για ηθικά υπεύθυνη επιστήμη είναι πιο έντονη από ποτέ, καθώς αναζητούμε τρόπους να μελετήσουμε πολύπλοκα κοινωνικά φαινόμενα χωρίς να βλάψουμε τους συμμετέχοντες. Το έργο του Milgram μάς υπενθυμίζει τη σημασία της κριτικής σκέψης απέναντι στην εξουσία και την προσωπική μας ευθύνη σε δύσκολες καταστάσεις.
Εισαγωγική Φωτογραφία
- Στιγμιότυπο από βίντεο του πειράματος
- Ανάπτυξη αυτογνωσίας: η περίπτωση του Rouge test - 16 Δεκεμβρίου, 2024
- Η Υπακοή στην Εξουσία και το Πείραμα του Milgram: Μια Ματιά στην Ανθρώπινη Συμπεριφορά - 9 Δεκεμβρίου, 2024
- Παγκόσμια Ημέρα Αναπηρίας – Ένας Κόσμος για Όλους - 3 Δεκεμβρίου, 2024
Πηγές / Διαβάστε περισσότερα
↑1 | Milgram, S. (1974). Obedience to Authority: An Experimental View. Harper & Row. |
---|---|
↑2 | Haslam, S. A., & Reicher, S. D. (2012). Contesting the “Nature” of Conformity: What Milgram and Zimbardo’s Studies Really Show. *PLoS Biology, 10 |
↑3 | Burger, J. M. (2009). Replicating Milgram: Would People Still Obey Today? American Psychologist, 64(1), 1–11. |