Ψυχικές διαταραχές και παιδιά
Όταν ακούμε για ψυχική διαταραχή, το μυαλό μας ίσως σχηματίζει μια εικόνα ενός ατόμου που βρίσκεται σε μια έντονη εσωτερική ανησυχία, που ενδεχομένως δεν σκέφτεται λογικά ή που έχει έντονα συναισθηματικά ξεσπάσματα. Στους περισσότερους ίσως μας έρχεται στο νου η εικόνα ενός ενήλικα ο οποίος βιώνει όλα αυτά. Αυτό που οι περισσότεροι δεν σκέφτονται είναι ότι και τα μικρά παιδιά μπορεί να αναπτύξουν κάποια ψυχική διαταραχή, ως αποτέλεσμα κάποιου βιώματος.
Με μια πρώτη σκέψη κάποιος θα έλεγε ότι οι διαταραχές αυτές στα παιδιά είναι «μικρογραφίες» των αντίστοιχων των ενηλίκων. Αυτό δεν θα ήταν όμως απόλυτα ακριβές, καθώς τα συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν αρκετά σε σχέση με τα αντίστοιχα των ενηλίκων, ενώ συναντάμε και διαταραχές οι οποίες δεν τις βλέπουμε στους ενήλικες. Οι διαφορές έχουν να κάνουν τόσο με το είδος των συμπτωμάτων, όσο και με τον τρόπο εκδήλωσής τους. Τα παιδιά φυσικά δεν είναι σε θέση να διαχειριστούν με (την αναμενόμενη για τους ενήλικες) ωριμότητα τις όποιες δυσκολίες ή τραυματικά βιώματα. Έτσι, εκφράζουν τις εσωτερικές τους συγκρούσεις συνήθως με έναν έμμεσο τρόπο, μη μπορώντας φυσικά να μας αναλύσουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους, όπως θα αναμέναμε από έναν μέσο ενήλικα.
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να δούμε τα βασικά χαρακτηριστικά ορισμένων ψυχικών διαταραχών που εμφανίζονται σε νήπια, ώστε να έχουμε μια αδρή εικόνα για την εικόνα τους σε αυτή την ηλικία. Συγκεκριμένα, αναφερόμαστε σε ηλικίες έως 3 περίπου ετών, ακολουθώντας το Σύστημα Διαγνωστικής Ταξινόμησης Ψυχικής Υγείας και Αναπτυξιακών Διαταραχών της Βρεφικής και Νηπιακής Ηλικίας [1]Zero to Three (2014). Σύστημα Διαγνωστικής Ταξινόμησης Ψυχικής Υγείας και Αναπτυξιακών Διαταραχών της Βρεφικής και Νηπιακής Ηλικίας. Εκδόσεις Gema: Αθήνα. Δεν πρόκειται να αναλύσουμε όλα τα κλινικά χαρακτηριστικά, αλλά φυσικά ούτε να δούμε έναν “οδηγό διάγνωσης” τους. Αυτό σημαίνει πως εάν οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος γονιός, κηδεμόνας, φροντιστής ή βρεφονηπιοκόμος εντοπίσει κάποια στοιχεία ψυχικών διαταραχών που αναφέρονται εδώ, θα πρέπει να απευθυνθεί σε ειδικό ψυχικής υγείας για να προχωρήσει σε διάγνωση.
Παιδική Κατάθλιψη
Η κατάθλιψη στους ενήλικες αναφέρεται στην έντονη παρουσία αρνητικών συναισθημάτων για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, σε τέτοιο βαθμό που να εμποδίζεται η ομαλή λειτουργία του ατόμου. Στα παιδιά, ιδιαίτερα σε αυτά που δεν έχουν αναπτύξει το λόγο, αποτελεί πρόκληση το να μπορέσουμε να εντοπίσουμε τέτοιου είδους αρνητικά συναισθήματα. Η καταθλιπτική διάθεση εμφανίζεται με συμπεριφορές έλλειψης ευχαρίστησης από δραστηριότητες που συνήθως αρέσουν στα βρέφη/νήπια ή απόσυρσης και έλλειψης ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που πριν ευχαριστούσαν τα παιδιά.
Τα παιδιά μπορεί να μην έχουν ενδιαφέρον να παίξουν με τα παιχνίδια τους, να παρουσιάζουν μειωμένη ή παντελώς έλλειψη αλληλεπίδρασης με τον κοινωνικό τους περίγυρο. Κάποια άλλα παιδιά μπορεί να χάσουν την όρεξή τους, με αποτέλεσμα τη μείωση του βάρους τους. Επιπλέον, ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της καταθλιπτικής διάθεσης είναι η εμφάνιση συναισθημάτων από πλευράς του παιδιού ότι δεν αξίζει (αναξιότητα), αλλά και οι δυσκολίες συγκέντρωσης. Στις περιπτώσεις δε της μείζονος κατάθλιψης υπάρχει το ενδεχόμενο τα παιδιά να παρουσιάζουν υπερυπνία ή αϋπνία.
Για να ξεχωρίσουμε μεταξύ ψυχικής διαταραχής και αντίδρασης σε συγκεκριμένα ερεθίσματα του περιβάλλοντος (π.χ. Έλλειψη ευχάριστων για το παιδί ερεθισμάτων που προάγουν την απομόνωση και έλλειψη αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον) θα πρέπει η συμπεριφορά και η αλλαγή του συναισθήματος να εμφανίζεται σε πολλά και διαφορετικά πλαίσια και όχι αποκλειστικά και μόνο σε μεμονωμένα. Για παράδειγμα, ας σκεφτούμε την περίπτωση ενός βρέφους 2 ετών που ορισμένες φορές πηγαίνει στο σπίτι ενός φροντιστή το οποίο δεν έχει ερεθίσματα για το παιδί, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος ο φροντιστής δεν εκδηλώνει ενδιαφέρον αλληλεπίδρασης με το παιδί. Αυτό μπορεί να έχει σαν συνέπεια το παιδί να είναι γενικά σιωπηλό και να μην δείχνει επίσης ενδιαφέρον να έχει κοινωνικές επαφές με τον συγκεκριμένο φροντιστή. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να εστιάσουμε πρώτα στο πολύ υπαρκτό ενδεχόμενο απλά το περιβάλλον να προκαλεί αυτή την αντίδραση στο παιδί. Οπότε, μια αλλαγή περιβάλλοντος / φροντιστή θα μείωνε σημαντικά τα συμπτώματα που έχουμε παρατηρήσει.
Φυσικά, για να πούμε ότι υπάρχει το ενδεχόμενο ένα παιδί να παρουσιάζει παιδική κατάθλιψη θα πρέπει τα συμπτώματα αυτά να επιμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, κάνοντας την εικόνα του παιδιού να διαφέρει σημαντικά από αυτή που είχε πριν την έναρξη των συμπτωμάτων. Ένα παιδί που γενικά δεν είναι εκδηλωτικό, δεν θα αναμέναμε ότι ξαφνικά θα αρχίσει να εκδηλώνεται έντονα. Αντίθετα, για ένα παιδί που γενικά είναι εκδηλωτικό και κοινωνικό, θα πρέπει να μας προβληματίσει η απόσυρση και η έλλειψη αλληλεπίδρασης.
Αγχώδης διαταραχή και φοβίες
Ο φόβος είναι ένα από τα βασικά, πανανθρώπινα, συναισθήματα. Ειδικά στην παιδική ηλικία είναι πολύ συνηθισμένο να εμφανίζονται φόβοι για πολλά πράγματα και καταστάσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι φόβοι που εκφράζουν τα παιδιά είναι αναμενόμενοι για την ηλικία τους και ένδειξη υγιούς ανάπτυξης. Τα περισσότερα παιδιά εκτίθενται σε ερεθίσματα που προκαλούν φόβο και μέσα από αυτή τη διαδικασία μαθαίνουν να ξεχωρίζουν το υπαρκτό από το φανταστικό, αλλά και να διαχειρίζονται τους φόβους και, κατ’επέκταση, και τα άγχη τους. Στην περίπτωση των διαταραχών άγχους και των φοβιών, τα συναισθήματα αυτά είναι έντονα και προκαλούν έντονη δυσφορία στο παιδί, δυσκολεύοντας την καθημερινότητά του.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα άγχους ήδη κατά τη βρεφική ηλικία, είναι το άγχος αποχωρισμού. Αυτό εκδηλώνεται όταν το βασικό πρόσωπο φροντίδας του βρέφους ή νηπίου(συνήθως η μητέρα) απομακρύνεται από αυτό. Όταν απομακρύνεται η μητέρα είναι αναμενόμενο το παιδί να εκφράζει τη δυσφορία του και να προσπαθεί να τη φέρει πίσω τραβώντας την προσοχή της (π.χ. με κλάματα). Συνήθως όμως αυτή η αντίδραση κρατάει λίγο και το παιδί είναι σε θέση να ηρεμήσει με άλλους τρόπους (π.χ. Όταν ένας τρίτος το πάρει αγκαλιά). Στις περιπτώσεις που ο φόβος αυτός είναι στα πλαίσια της Διαταραχής Άγχους Αποχωρισμού, τότε η αντίδραση στον αποχωρισμό είναι εξαιρετικά έντονη και το παιδί είναι απαρηγόρητο στις όποιες προσπάθειες γίνονται για τον καθησυχασμό του. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, το άγχος αποχωρισμού μπορεί να εκφραστεί με έντονες αντιδράσεις όταν το παιδί πρέπει να αποχωριστεί το φροντιστή του (π.χ. Για να πάει στον παιδικό σταθμό ή το νηπιαγωγείο ή ακόμη και όταν ο φροντιστής βγαίνει για λίγο από το σπίτι ή πάει σε άλλο δωμάτιο).
Ανάλογες έντονες αντιδράσεις προκαλεί και η διαταραχή ειδικής φοβίας. Στην περίπτωση αυτή ο φόβος του παιδιού εκδηλώνεται απέναντι σε κάτι συγκεκριμένο στο περιβάλλον του. Για παράδειγμα, η φοβία μπορεί να αφορά ζώα (π.χ. Φόβος για σκυλιά) ή καταστάσεις (π.χ. Ύψος). Το παιδί προσπαθεί πάση θυσία στην καθημερινότητά του να μην έρθει σε επαφή με αυτό που το φοβίζει, ενώ εαν αυτό είναι αναπόφευκτο εμφανίζει εξαιρετικά έντονες αντιδράσεις όπως είναι το κλάμα με λυγμούς, το πάγωμα ή ακόμη και η έντονη επιθετική δραστηριότητα (αντίδραση πάλης ή φυγής).
Φυσικά, υπάρχουν και άλλου τύπου φοβίες που εκδηλώνονται με παρόμοιο τρόπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κοινωνική φοβία, όπου τα παιδιά μπορεί να αποφεύγουν πάση θυσία την επαφή με τρίτους, ιδιαίτερα εάν αυτοί είναι άγνωστοι. Και στην περίπτωση του άγχους και των φοβιών, δεν μιλάμε για μια μεμονωμένη περίπτωση εκδήλωσης άγχους σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ενδεχομένως το παιδί πιέζεται, αλλά για παρατεταμένο άγχος για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ αναφερόμαστε σε καταστάσεις που πιέζουν έντονα το παιδί, δυσκολεύοντας την καθημερινότητά του.
Αντιδραστικό πένθος
Το τελευταίο παράδειγμα διαταραχής στην βρεφική και νηπιακή ηλικία που συναντάται συχνά σε περιπτώσεις θανάτου ενός κοντινού προσώπου είναι το παρατεταμένο ή αντιδραστικό πένθος. Το πένθος ως διαδικασία είναι εξαιρετικά επίπονη τόσο για ενήλικες, όσο και για παιδιά. Το να χάνεις ένα αγαπημένο σου πρόσωπο είναι τραυματικό, πόσο μάλλον εάν αυτό το πρόσωπο είναι βασικό για την φροντίδα και επιβίωσή σου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση θανάτου ενός βασικού φροντιστή ενός παιδιού. Τα μικρά παιδιά δεν έχουν αναπτύξει ακόμη τους κατάλληλους μηχανισμούς διαχείρισης του θανάτου σε συναισθηματικό και γνωστικό επίπεδο. Δυσκολεύονται να κατανοήσουν τι σημαίνει η απώλεια του αγαπημένου τους προσώπου. Θα ξαναέρθει; Κοιμάται; Μήπως αυτό που συνέβη στο άτομο αυτό θα συμβεί και με άλλα αγαπημένα πρόσωπα ή ακόμη και στο ίδιο το παιδί; Ερωτήματα όπως αυτά γεννιούνται στα παιδιά που βιώνουν πένθος και μπορούν να εκφράζουν είτε άμεσα μέσω ερωτημάτων ή έμμεσα μέσω της συμπεριφοράς τους.
Στην περίπτωση του πένθους, τα μικρά παιδιά μπορεί να έχουν έντονες ψυχοσυναισθηματικές αντιδράσεις όπως είναι τα έντονα ξεσπάσματα ή και φόβοι για το άγνωστο. Αυτά είναι αναμενόμενες αντιδράσεις και τις παρατηρούμε στις περισσότερες περιπτώσεις πένθους. Το αντιδραστικό ή παρατεταμένο πένθος χαρακτηρίζεται από μια σειρά από μεγάλες αλλαγές στη συναισθηματική εκδήλωση και τη συμπεριφορά του παιδιού για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την απώλεια του αγαπημένου προσώπου. Τέτοιες συμπεριφορές μπορεί να είναι το κλάμα, η απόσυρση του παιδιού, η έλλειψη ανταπόκρισης, η απώλεια βάρους, οι δυσκολίες στον ύπνο, η έντονη συναισθηματική αντίδραση όταν αναφέρεται το πρόσωπο που απεβίωσε ή η επανεμφάνιση συμπεριφορών που είχε το παιδί σε προηγούμενα αναπτυξιακά στάδια (π.χ. Πιπίλισμα δαχτύλου, αγκάλιασμα λούτρινων, χρήση “βρεφικών” λέξεων).
Αναζήτηση βοήθειας
Όπως βλέπουμε, πολλά συμπτώματα από όσα αναφέρθηκαν μπορεί να εμφανιστούν σε πολλά παιδιά. Για την ακρίβεια, αναμένουμε πως τα περισσότερα παιδιά σε κάποια φάση θα παρουσιάσουν κάποια δύσκολη συμπεριφορά που μπορεί να μας προβληματίσει. Προφανώς, όταν βλέπουμε μια τέτοια συμπεριφορά χρειάζεται να παρέμβουμε και να υποστηρίξουμε το παιδί που την εμφανίζει, είτε μιλάμε για μια διαταραχή είτε για μια φυσιολογική αντίδραση στα πλαίσια της ανάπτυξής του. Σε κάθε περίπτωση, εάν εντοπίσετε μια τέτοια συμπεριφορά στα παιδιά ως γονείς, φροντιστές ή εκπαιδευτικοί, πρέπει να αναζητήσετε βοήθεια από ειδικούς ψυχικής υγείας, ώστε να εφαρμοστεί ένα εξατομικευμένο πλάνο παρέμβασης. Καμία περίπτωση διαταραχής δεν είναι ίδια με κάποια άλλη. Κάτι το οποίο λειτουργεί υποστηρικτικά για ένα παιδί, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα λειτουργήσει το ίδιο υποστηρικτικά και για ένα άλλο παιδί με παρόμοια συμπτώματα.
Εισαγωγική Εικόνα
- Ακαδημαϊκή επιτυχία: εστιάζοντας πέρα από την υψηλή νοημοσύνη - 17 Σεπτεμβρίου, 2024
- Προκατάληψη: προϊόν και κοινωνικής μάθησης - 12 Ιουλίου, 2024
- Μπορεί μια δοκιμασία οπτικής αντίληψης να εντοπίσει τα βρέφη με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης αυτισμού; - 12 Ιουνίου, 2024
Πηγές / Διαβάστε περισσότερα
↑1 | Zero to Three (2014). Σύστημα Διαγνωστικής Ταξινόμησης Ψυχικής Υγείας και Αναπτυξιακών Διαταραχών της Βρεφικής και Νηπιακής Ηλικίας. Εκδόσεις Gema: Αθήνα |
---|