Για μια ασφαλέστερη Ψυχολογία στην Ελλάδα

Η επιστήμη της Ψυχολογίας, όπως πολλές επιστήμες, και ιδιαίτερα όσες ασχολούνται με τον άνθρωπο, δεν είναι μονοδιάστατη. Η Ψυχολογία ασχολείται με τη συμπεριφορά του ανθρώπου από επίπεδο νευροφυσιολογίας έως και σε κοινωνικό επίπεδο. Εφαρμόζεται σε διαφορετικά περιβάλλοντα, σε διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, σε διαφορετικές ηλικίες και γενικότερα σε άτομα με διαφορετικές ανάγκες και ικανότητες. Ως εκ τούτου είναι αναπόφευκτο πως απαιτείται εξειδίκευση από πλευράς των ψυχολόγων που θέλουν να ασχοληθούν με την εκάστοτε ομάδα ή εντός συγκεκριμένου χώρου.

Ακριβώς όπως οι γιατροί δεν μπορούν να τα κάνουν όλα, έτσι ακριβώς και οι ψυχολόγοι, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα. Αυτός είναι και ο λόγος που παγκοσμίως, σε πολλές χώρες, υπάρχουν αυστηρές προδιαγραφές και έλεγχος για την άσκηση του επαγγέλματος του ψυχολόγου σε εφαρμοσμένο επίπεδο. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται ότι ο επιστήμονας που έχει κάποιος απέναντί του δεν έχει απλά κάποιες θεωρητικές γνώσεις, αλλά γνωρίζει πως θα τις εφαρμόσει σε συγκεκριμένα άτομα και συνθήκες. Η προστασία του κοινού είναι μια βασική ηθική δέσμευση των ψυχολόγων, η οποία περιλαμβάνεται στους κώδικες δεοντολογίας που συναντά κανείς σε τοπικούς και διεθνείς συλλόγους ψυχολόγων.

Προσωπική μου εκτίμηση είναι πως στην Ελλάδα το επάγγελμα του ψυχολόγου, αλλά και όλων των συναφών επαγγελμάτων που ασχολούνται με τη συμβουλευτική και θεραπεία ατόμων που βιώνουν ψυχοπιεστικές καταστάσεις ή αντιμετωπίζουν ευρύτερες δυσκολίες ψυχικής υγείας, δεν είναι επαρκώς προστατευμένα από κακές πρακτικές που κάνουν κακό κυρίως στα άτομα που επηρεάζονται και το κοινό αλλά εμμέσως και στο σύνολο των επαγγελμάτων ψυχικής υγείας που δυσφημούνται. Η Ελλάδα έχει ένα γενικό και αναχρονιστικό νομικό πλαίσιο που διέπει την άσκηση του επαγγέλματος του Ψυχολόγου. Το βασικό νομικό πλαίσιο έγινε αμέσως μετά την μεταπολίτευση και ανά μερικές δεκαετίες έγιναν προσθήκες για να διευκρινιστούν κάποια νομικά κενά αλλά και να καθιερωθεί ένας εθνικός κώδικας δεοντολογίας ψυχολόγων.

Για τον κώδικα δεοντολογίας ψυχολόγων, όπως αυτός διαμορφώθηκε το 2019, τα έχουμε ξαναπεί και στο παρελθόν. Υποτίθεται ότι αυτός ο κώδικας ισχύει πλέον, έχοντας συγκεκριμένη νομική μορφή. Αμφιβάλλω όμως εάν εφαρμόζεται στην πράξη, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει συγκεκριμένος εποπτικός μηχανισμός που να αναλαμβάνει δράση. Το μπαλάκι το έχουμε όλοι οι συνάδελφοι οι οποίοι εάν εντοπίσουμε μια κακή πρακτική που ξεφεύγει από τον Κώδικα Δεοντολογίας (π.χ. το άρθρο που απαγορεύει διαφημιστικές καμπάνιες των ψυχολόγων) ουσιαστικά η μόνη επιλογή που έχουμε είναι είτε να κάνουμε ατομικά μια καταγγελία, είτε να απευθυνθούμε σε κάποιον από τους επαγγελματικούς συλλόγους οι οποίοι εκπροσωπούν τα μέλη τους και στους οποίους δεν είμαστε καν υποχρεωμένοι ως Ψυχολόγοι να συμμετέχουμε.

Αξίζει λοιπόν να δούμε πέρα από τη θεωρία και την πράξη. Τι συμβαίνει στην πράξη, με απλά λόγια, στην Ελλάδα του 2022 για όσους θέλουν να ασκήσουν το επάγγελμα του Ψυχολόγου; Ο τίτλος του Ψυχολόγου είναι νομικά εξασφαλισμένος και για να τον φέρει κάποιος θα πρέπει να έχει τη σχετική άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, η οποία εκδίδεται εφόσον ο κάτοχος έχει αναγνωρισμένη πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ψυχολογία. Με άλλα λόγια, όλοι οι απόφοιτοι ψυχολογίας, μπορούν να ανοίξουν γραφείο ως Ψυχολόγοι ή να εργαστούν σε δημόσιες και ιδιωτικές δομές και να αντιμετωπίζουν τα εκάστοτε περιστατικά. Να σημειώσω σε αυτό το σημείο ότι δεν γνωρίζω το νομικό καθεστώς για συναφή επαγγέλματα όπως αυτό του Συμβούλου Ψυχικής Υγείας.

Είναι αυτή η θεωρητική κυρίως πανεπιστημιακή εκπαίδευση επαρκής για να εργαστεί κάποιος εφαρμοσμένα ως Ψυχολόγος; Στην Ελλάδα, η νομική απάντηση είναι ναι. Σε άλλες χώρες της ΕΕ είναι ένα σαφές όχι, όπου απαιτείται τουλάχιστον αποδεδειγμένη πρακτική εξάσκηση χιλιάδων ωρών αλλά και εκπαίδευση σε κάποιον εφαρμοσμένο κλάδο της ψυχολογίας από επίσημους, αναγνωρισμένους φορείς. Και σε αυτό το σημείο θαρρώ, κατά την προσωπική μου άποψη, ότι εντοπίζουμε το πρώτο σημείο στο οποίο υστερούμε ως χώρα στο πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματος του ψυχολόγου.

Είναι διαφορετικό κάποιος να έχει τον τίτλο του ψυχολόγου και διαφορετικό να εφαρμόζει εξειδικευμένες γνώσεις ψυχολογίας στον πληθυσμό. Κάποιος μπορεί να είναι ψυχολόγος δίχως απαραίτητα να έχει τις γνώσεις για πρακτική άσκηση της επιστήμης. Για παράδειγμα, ψυχολόγος μπορεί να είναι κάποιος που εργάζεται σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα κάνοντας πειράματα ή βιβλιογραφικές ανασκοπήσεις, όπως αντίστοιχα ψυχολόγος μπορεί να είναι και κάποιος που μελετά και σχεδιάζει πιο ελκυστικές και εύχρηστες εφαρμογές σε ένα κινητό τηλέφωνο. Εφαρμοσμένος ψυχολόγος από την άλλη πλευρά είναι κάποιος που εφαρμόζει την επιστήμη σε άτομα, όπως είναι ένας συμβουλευτικός ψυχολόγος, ένας κλινικός ψυχολόγος, ένας σχολικός ψυχολόγος κτλ.

Προσωπικά θεωρώ ότι εάν δεν καταφέρουμε να ξεφύγουμε από την προδιάθεση που έχουμε να συνδέουμε τη λέξη “ψυχολόγος” αποκλειστικά με κλάδους όπως η κλινική και η συμβουλευτική ψυχολογία, τότε είμαστε καταδικασμένοι οι ψυχολόγοι να εξηγούμε ξανά και ξανά τι κάνουμε και τι δεν κάνουμε. Όπως αντίστοιχα θα είμαστε καταδικασμένοι σε μια αιώνια ματαίωση, όπου όλοι οι πτυχιούχοι ψυχολογίας θα συνεχίσουμε ανεπιτυχώς να προσπαθούμε να ανταποκριθούμε σε αυτή την εικόνα του ψυχολόγου που κάνει συμβουλευτική και θεραπεία, δίχως όμως να έχουμε την κατάλληλη εκπαίδευση.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας χώρας που προσπαθεί να διαχωρίσει γενικότερα τον επιστήμονα ψυχολόγο από τον εφαρμοσμένο ψυχολόγο είναι η Κύπρος, όπου τα μέλη χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τους Πτυχιούχους Ψυχολόγους που μπορούν να χρησιμοποιούν τον τίτλο “ψυχολόγος” και τους Εγγεγραμμένους Ψυχολόγους σε συγκεκριμένους εφαρμοσμένους κλάδους της Ψυχολογίας όπως η Κλινική, η Συμβουλευτική και η Σχολική.

Η αναγνώριση ειδικοτήτων στην Ψυχολογία είναι ένα αίτημα ορισμένων συναδέλφων στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και του γράφοντα, οι οποίοι θεωρούμε ότι έτσι εξασφαλίζεται το ευρύ κοινό από κακές πρακτικές όπου ψυχολόγοι χρησιμοποιούν ανύπαρκτους (και μερικές φορές ευφάνταστους) τίτλους, εφαρμόζοντας το επάγγελμα δίχως επαρκή εκπαίδευση και εποπτεία. Επιπλέον, ένα τέτοιου είδους βήμα θα είχε ως λογική συνέχεια την εξασφάλιση επαγγελματικών δικαιωμάτων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Τα τελευταία δύο χρόνια υπήρξε μια σχετική ανεξάρτητη κίνηση συλλογής υπογραφών από συναδέλφους για να ασκηθεί πίεση ώστε να υπάρξει κάποια νομοθετική πρωτοβουλία ως προς αυτή την κατεύθυνση.

Πάνω σε αυτή την πρωτοβουλία υπήρξαν κάποιες αντιρρήσεις από συναδέλφους οι οποίοι θεωρούν ότι μια τέτοια κίνηση αναγνώρισης ειδικοτήτων στην ψυχολογία θα δημιουργούσε ανισότητες στα επαγγελματικά δικαιώματα των συναδέλφων (η ειρωνεία βεβαίως είναι ότι οι ίδιοι χρησιμοποιούν τίτλους ειδικοτήτων). Βεβαία ταυτόχρονα θεωρούν ότι για την ύπαρξη ειδικοτήτων απαιτείται ένα ακόμη πιο αυστηρό πλαίσιο ελέγχου. Στο δεύτερο συμφωνώ απόλυτα, καθώς η χρήση ενός τίτλου ειδικότητας από οποιοδήποτε επάγγελμα και πόσο μάλιστα από επαγγέλματα που άπτονται της σωματικής ή/και ψυχικής υγείας οφείλουν να υπόκεινται σε αυστηρό έλεγχο για την ασφάλεια του κοινού.

Προσωπικά εκτιμώ ότι η ασφάλεια του κοινού αλλά και η εξασφάλιση εργασιακών δικαιωμάτων σε τομείς που ο εκάστοτε επαγγελματίας έχει αγαπήσει και έχει εκπαιδευτεί είναι μονόδρομος. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω ενός συγκεντρωτικού κρατικού μηχανισμού ελέγχου ή μέσω της δημιουργίας ενός ΝΠΔΔ το οποίο θα έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες συνδεόμενες με την εξασφάλιση άδειας επαγγέλματος αλλά και την επιβεβαίωση εξειδίκευσης. Ομολογουμένως, πολλοί συνάδελφοι φοβούνται και τις δύο αυτές εναλλακτικές γιατί πολύ απλά στην χώρα μας έχει χαθεί η εμπιστοσύνη σε οτιδήποτε έχει να κάνει με το Κράτος.

Το Κράτος έχει συνδεθεί με αναξιοκρατία, ρουσφέτια και εξυπηρετήσεις. Και αυτό φοβόμαστε ότι θα συμβεί εάν γίνει προσπάθεια αυστηρότερου ελέγχου του τι δηλώνει ότι είναι ο κάθε ειδικός ψυχικής υγείας. Μόνο που ξεχνάμε ότι το άναρχο και αναξιοκρατικό τοπίο που φοβόμαστε είναι ήδη εδώ και θεριεύει όσο δεν αναλαμβάνουμε εμείς οι ειδικοί ψυχικοί υγείας να εμπλακούμε σε πρωτοβουλίες που θεωρούμε ότι θα βάλουν το λιθαράκι τους για να μην χαθεί το κύρος του επαγγέλματος.

Εισαγωγική Εικόνα

Το κείμενο προσφέρεται με άδεια ""Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές". Μπορείτε να αντιγράψετε και να μοιραστείτε το κείμενο δίχως να το αλλάξετε και αποκλειστικά για μη εμπορική χρήση, μόνο εφόσον αναφέρετε τον συντάκτη και την πηγή. Για οποιαδήποτε άλλη χρήση και άρση των περιορισμών απαιτείται η γραπτή άδεια του συντάκτη.

Δημήτρης Αγοραστός

Δημήτρης Αγοραστός

Ψυχολόγος και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Σχολική Ψυχολογία (ΑΠΘ) και στις Νευροσυμπεριφορικές Επιστήμες (University of Tuebingen). Ασχολείται με την ανάπτυξη ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά και εφήβους με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, την αξιολόγησή τους στα πλαίσια εντοπισμού και αντιμετώπισης μαθησιακών και ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών, αλλά και την υποστήριξη της σχολικής κοινότητας εν τω συνόλω. Επιπλέον, μέσα από τις δομές και τις υπηρεσίες στις οποίες εργάζεται, παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και παιδιών.Έχει εμπειρία παροχής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Ίσως σας ενδιαφέρουν…