Ανάπτυξη της έννοιας του έθνους και του εθνικισμού
Θεωρία Ανάπτυξης Εθνικής Ταυτότητας: Αυτο-κατηγοριοποίηση
Έρευνες έχουν δείξει ότι η γνώση της εθνικής περιοχής αναπτύσσεται από μικρή ηλικία με την πάροδο του χρόνου. Επίσης άλλες έρευνες σε παιδιά έχουν δείξει υπάρχουν ιδιαίτερα αρνητικά συναισθήματα για ορισμένες εθνικές ομάδες ενώ για άλλες όχι, ακόμη και αν το παιδί δεν έχει συνείδηση αυτών των προτιμήσεών του. Μία θεωρία όμως που επεξηγεί την ανάπτυξη του εθνικισμού σε ικανοποιητικό βαθμό, τουλάχιστον για τους ενήλικες, είναι η θεωρία της αυτό-κατηγοριοποίησης. Η θεωρία αυτό-κατηγοριοποίησης (Self-Categorization Theory, SCT) προτάθηκε από τους Oakes, Haslam & Turner το 1994. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή ο εθνικισμός δημιουργείται βάσει του περιβάλλοντός του και μέσα από μία διαδικασία συνεχούς κοινωνικής σύγκρισης με τα στοιχεία που είναι παρόντα στο περιβάλλον σε μία χρονική στιγμή. Δηλαδή εάν στο περιβάλλον υπάρχει άλλη μία συγκρίσιμη εθνική ομάδα, τότε το εθνικιστικό αίσθημα αυξάνεται, ενώ εάν η εθνική ομάδα μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον εαυτό της τότε το αίσθημα μειώνεται. Η θεωρία βλέπει το άτομο ως μία οντότητα με τρεις διαστάσεις: το άτομο, την ομάδα και το είδος. Ανάλογα με το περιβάλλον γίνεται η σύγκριση με βάση τη μία από τις διαστάσεις αυτές. Στην περίπτωση που υπάρχει στο περιβάλλον άλλη εθνική ομάδα σύγκρισης, τότε το άτομο δρα ως μέλος της ομάδας και όχι ατομικά. Έτσι παρουσιάζονται τα φαινόμενα της συσπείρωσης και του αισθήματος ομοιογένειας που αναφέραμε πιο πάνω. Εάν στο περιβάλλον υπάρχει μόνη της η εθνική ομάδα, τότε το άτομο λειτουργεί αυτόνομα, μόνος του, χωρίς να νοιώθει έντονα ότι ανήκει στην ομάδα αυτή. Σύμφωνα με την ίδια θεωρία όταν μία κοινωνική ταυτότητα αποσπάται από το άτομο υπάρχει μία αποπροσωποποίηση της αυτοεικόνας του και επιζητεί την χαμένη ταυτότητα, αυξάνοντας την ομογενοποίηση στην εθνική ομάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα κράτη του Κομμουνιστικού Μπλόκ όπου προωθούνταν η αντίληψη της οικουμενικότητας και έπεφταν τα εθνικά εμπόδια μεταξύ των λαών. Αποτέλεσμα αυτού ήταν τα άτομα να δρουν αυτόνομα και όχι ανταγωνιστικά ως έθνη. Αυτό ήταν δίκοπο μαχαίρι, καθώς ναι μεν δεν επιτρέποταν εθνικιστικές αντιλήψεις, αλλά αυτό είχε ως αποτέλεσμα μετά την πτώση του κομμουνισμού να υπάρξει έξαρση του εθνικισμού ως αποτέλεσμα αντίδρασης. Η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι μέσω της σύγκρισης μπορεί να αλλάξει και η εκτίμηση της εθνικής ομάδας, καθώς το άτομο συγκρίνοντας συνέχεια αναθεωρεί πολλές από τις απόψεις του. Αποτελέσματα ερευνών (Barrett et al, 1999) δείχνουν ότι η θεωρία αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε παιδιά ηλικίας 5-11 ετών, τουλάχιστον για όσο σχηματίζουν την εθνική τους ταυτότητα. Παρόλα αυτά βρέθηκε ότι τα μικρότερα παιδιά ήταν πιο θετικά απέναντι στην ενδο-ομάδα σε σχέση με τις έξω-ομάδες, σε σχέση με τα μεγαλύτερα παιδιά. Επίσης τα μικρότερα παιδιά έκαναν πιο ομογενοποιημένες εκτιμήσεις για τις άλλες εθνικές ομάδες σε σχέση μετα μεγαλύτερα. Έβλεπαν το σύνολο ως ομάδα ατόμων με ίδια χαρακτηριστικά. Αν και τα παιδιά παρουσίαζαν αυτά τα χαρακτηριστικά αυτό δεν μπορούμε να πούμε ότι συμβαίνει γιατί έχον αναπτυγμένο το εθνικιστικό στοιχείο, αλλά γιατί αναπτύσσεται. Δεν έχουν συνείδηση των προτιμήσεών τους ακόμη. Σε γενικές γραμμές η εθνική ταυτότητα αυξάνεται με το πέρασμα του χρόνου ακόμη και σε σχέση με πιο γενικευμένες ταυτότητες όπως αυτή του «Ευρωπαίου». Συνειδητά τα μικρότερα παιδιά τείνουν να διαφοροποιούν τον εαυτό τους βάσει γενετικών χαρακτηριστικών παρά βάσει της εθνικής τους ταυτότητας, τάση η οποία μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου στις μεγαλύτερες ηλίκίες. Έχει προταθεί ότι η θεωρία αυτο-κατηγοριοποίησης δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε παιδιά μικρότερων ηλικιών γιατί πολύ απλά οι γνωστικοί μηχανισμοί και οι διαδικασίες που απαιτεί η θεωρία αυτή δεν έχουν διαμορφωθεί ακόμη. Τα παιδιά όμως ήδη από την ηλικία των 6 ετών νοιώθουν ότι ανήκουν σε κάποιο έθνος αν και δεν έχουν αναπτύξει ακόμη τις αξίες τις πεποιθήσεις και τις συμπεριφορές που σχετίζονται με την νέα αυτή ταυτότητα. Μία άλλη πρόβλεψη της θεωρίας που δεν επιβεβαιώνεται με τις υπάρχουσες έρευνες σε παιδιά είναι πως αυξάνεται η ομοιογένεια με την εθνική ομάδα βάσει της ανταγωνιστηκότητας του περιβάλλοντός του ατόμου. Η εθνική ταυτότητα δεν παραμένει σταθερή. Μπορεί να αλλάξει, πράγμα που αποδυκνύει το αφύσικο του να θεωρούμε την εθνικότητα ως κάτι δεδομένο. Οι μετανάστες, ιδιαίτερα αυτοί που μετανάστευσαν σε μικρή ηλικία και οι πιο μορφωμένοι από αυτούς εμφανίζουν μια αδύναμη εθνική ταυτότητα. Αντίθετα οι γενιές που ακολουθούν αυτά τα άτομα εμφανίζουν μία πιο δυνατή εθνική ταυτότητα, αναζητώντας τις χαμένες ρίζες τους και θέλοντας να έρθουν πιο κοντά σε αυτές. Επίσης η διαφοροποίηση της εθνικής ταυτότητας έχει σχέση και με το φύλο. Τα αποτελέσματα της έρευνας των Ting & Toomey έτσι όπως παρουσιάζονται στον Phiney (1990) αναφέρουν ότι οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς στην εθνική ταυτότητα από ότι οι άνδρες. Αναφερόμενοι στην εθνική ταυτότητα δεν μιλάμε μόνο για ταυτότητα της χώρας στην οποία ανήκει το άτομο, αλλά και της φυλής (άσπροι, μαύροι, ασιάτες). Οι γυναίκες δείχνουν μία μεγαλύτερη στροφή στις ρίζες και τα έθιμα της εθνικής ομάδας τους.Latest posts by Δημήτρης Αγοραστός (see all)
- Νοητική υστέρηση: τι είναι, πως αξιολογείται και τι είδους υποστήριξη χρειάζεται - 15 Ιανουαρίου, 2021
- Νέα Ψυχολογίας (21 Δεκεμβρίου 2020) - 20 Δεκεμβρίου, 2020
- Τα μεγαλύτερα παιδιά χαίρονται περισσότερο με τις εμπειρίες παρά με τα υλικά δώρα - 25 Νοεμβρίου, 2020