Η δυσλεξία με απλά λόγια

Η δυσλεξία αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη ειδική μαθησιακή δυσκολία, όπου το άτομο δυσκολεύεται σημαντικά στην ανάγνωση κειμένων. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι δυσκολίες ανάγνωσης είναι ενδείξεις δυσλεξίας! Στο άρθρο αυτό δεν θα αναφερθούμε στα τυπικά διαγνωστικά κριτήρια για την διάγνωση της δυσλεξίας. Σκοπός μου είναι να μπορέσω να σκιαγραφήσω με έναν απλό τρόπο τη γενική εικόνα ενός ατόμου με δυσλεξία, αλλά και να μεταφέρω τα τελευταία δεδομένα γύρω από αυτή.

Είναι σημαντικό όταν μιλάμε για τη δυσλεξία να λάβουμε υπόψη το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσεται και να προσπαθήσουμε να αποκλείσουμε άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν την ικανότητα του ατόμου στην ανάγνωση. Για παράδειγμα, εάν οι νοητικές ικανότητες ενός ατόμου υπολείπονται σημαντικά των αναμενόμενων για την ηλικία του ή εάν κάποιος δεν έχει μπορέσει να παρακολουθήσει τα μαθήματα του σχολείου, τότε οι δυσκολίες είναι πολύ πιθανό να μην οφείλονται στην ύπαρξη δυσλεξίας, αλλά στην ύπαρξη αυτών των καταστάσεων που έχουν επηρεάσει –μεταξύ άλλων- και την ικανότητα ανάγνωσης. Επομένως η δυσλεξία σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι το άτομο που την εμφανίζει είναι χαμηλής νοημοσύνης ή ότι έχει κακούς δασκάλους!

Η ικανότητα παραγωγής γραπτού λόγου αλλά και ανάγνωσης είναι μία σχεδόν φυσική διαδικασία πλέον. Από μικρή ηλικία ερχόμαστε αντιμέτωποι με σύμβολα που αντιστοιχούν σε έννοιες. Αργότερα, με έναν σταδιακό τρόπο μάθησης, αρχίζουμε να αντιστοιχούμε ορισμένα συγκεκριμένα σύμβολα (γράμματα) με συγκεκριμένους ήχους της γλώσσας μας (φωνήματα). Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζουμε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία κατά την εκμάθηση της ανάγνωσης και γι’ αυτό είναι και κάτι που ίσως παίρνουμε ως δεδομένο.

Περίπου όμως 5%-10% από εμάς αντιμετωπίζουμε συγκεκριμένες δυσκολίες στην ανάγνωση λόγω δυσλεξίας. Όσοι έχουν δυσλεξία μπορεί να διαβάζουν πιο αργά, να κάνουν συχνά λάθη κατά την ανάγνωση ή να αντικαθιστούν γράμματα ή ακόμη και λέξεις όταν διαβάζουν κείμενα. Επομένως, τους είναι πολύ δύσκολο να διαβάσουν και να κατανοήσουν μεγάλα κείμενα και πολύ συχνά προτιμούν να μαθαίνουν με άλλους τρόπους πέρα από το διάβασμα, όπως είναι η παρακολούθηση βίντεο, ηχητικών εκπομπών ή η συμμετοχή σε πιο διαδραστικά πειράματα.

Όπως καταλαβαίνουμε, όταν κάποιος έχει δυσλεξία του είναι πολύ δύσκολο να συμμετέχει σε γραπτές εξετάσεις στο σχολείο. Στις πιο μικρές τάξεις, όπου ακόμη μαθαίνουμε να γράφουμε και να διαβάζουμε και όπου δεν υπάρχουν γραπτές εξετάσεις, μπορεί η δυσκολία να έχει μικρό αντίκτυπο στην απόδοσή ενός μαθητή, ειδικά εάν οι δάσκαλοι του παιδιού είναι γνώστες της δυσλεξίας και πρόθυμοι να στηρίξουν το παιδί με εναλλακτικούς τρόπους. Στις πιο μεγάλες ηλικίες όμως και ιδιαίτερα καθώς πηγαίνουμε από το Γυμνάσιο στο Λύκειο, οι δυσκολίες συχνά γίνονται πιο εμφανείς και για το λόγο αυτό ενδείκνυται ειδικά οι τελικές εξετάσεις να γίνονται προφορικά και όχι γραπτά.

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι, όπως έχουμε δει και σε προηγούμενο άρθρο, η δυσλεξία, όπως όλες οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες δεν έχουν αντίκτυπο απλά στον τομέα όπου κάποιος δυσκολεύεται, αλλά αντίθετα, οι επιπτώσεις μπορεί να είναι ψυχολογικές ή ακόμη και κοινωνικές, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά το άμεσο και έμμεσο περιβάλλον του παιδιού.

Πως προκαλείται η δυσλεξία;

Η δυσλεξία, όπως και όλες οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες έχει βιολογική προέλευση. Με απλά λόγια, ο εγκέφαλός ενός ατόμου με δυσλεξία έχει μεγαλώσει με έναν τέτοιο τρόπο που το καθιστά δύσκολο να ανταπεξέλθει στη διαδικασία της ανάγνωσης. Αν και ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να εντοπίσουμε κάποιο συγκεκριμένο γονίδιο στο οποίο να οφείλεται η ανάπτυξη της δυσλεξίας, γνωρίζουμε ότι τα παιδιά ατόμων με δυσλεξία έχουν αυξημένες πιθανότητες ανάπτυξης δυσλεξίας εν συγκρίσει με τα παιδιά ατόμων δίχως δυσλεξία. Τέτοιου είδους ευρήματα έχουν οδηγήσει την επιστημονική κοινότητα στο συμπέρασμα ότι μιλάμε για μία γενετική / βιολογική βάση της δυσλεξίας.

Για να διαβάσουμε και να κατανοήσουμε μία λέξη, πρέπει να γίνουν μία σειρά από διαφορετικές διεργασίες.

Όπως είπαμε και προηγουμένως, μπορεί η ανάγνωση για τους περισσότερους να φαίνεται σαν κάτι σχεδόν αυτόματο, αλλά πρόκειται για μία εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία. Ας σκεφτούμε το εξής παράδειγμα: ο Γιώργος προσπαθεί να διαβάσει δυνατά μία λέξη. Για να μπορέσει ο Γιώργος να διαβάσει αυτή τη λέξη συμβαίνουν τουλάχιστον 3 πράγματα:

  1. Βλέπει τα σύμβολα στο χαρτί (γράμματα)
  2. Συνδέει αυτά τα σύμβολα συγκεκριμένους ήχους στους οποίους έχει μάθει ότι αντιστοιχούν αντιστοιχούν (σύνδεση γραμμάτων με τα φωνήματα)
  3. Παράγει τους ήχους τους οποίους αντιστοίχησε τα σύμβολα και ταυτόχρονα κατανοεί και τη λέξη που μόλις διάβασε ως σύνολο πλέον και όχι ως μία σειρά από ήχους / φωνήματα.

Εμπλέκονται δηλαδή πολλές αισθήσεις, αλλά και πάρα πολλές διαδικασίες πριν την φαινομενικά απλή ανάγνωση της λέξης. Είναι σαν μία αλυσίδα, όπου εάν σπάσει ο ένας κρίκος τότε χαλάει και η αλυσίδα. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει στη δυσλεξία: ένας κρίκος σε όλη αυτή την αλληλουχία των γεγονότων δεν λειτουργεί όπως θα αναμένεται. Και αυτό οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο είναι ανεπτυγμένος ο εγκέφαλος αλλά και με τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται οι διαφορετικές περιοχές του.

Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι συγκεκριμένες εγκεφαλικές περιοχές που σχετίζονται με την ανάγνωση τείνουν να είναι λιγότερο ανεπτυγμένες στα άτομα με δυσλεξία, όπως επίσης και η συνδεσιμότητα μεταξύ αυτών των περιοχών εμφανίζεται πιο αποδυναμωμένη. Πέρα από το μέγεθος και τη συνδεσιμότητα μεταξύ των περιοχών αυτών, αντίστοιχες έρευνες που μελέτησαν το βαθμό ενεργοποίησης του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτές οι περιοχές είναι λιγότερο ενεργοποιημένες στα άτομα με δυσλεξία. Όμως, μετά από εξειδικευμένες εκπαιδευτικές παρεμβάσεις, είναι δυνατόν οι περιοχές αυτές να αρχίσουν και πάλι να λειτουργούν όπως και στα άτομα δίχως δυσλεξία.

Μπορεί κάποιος να ξεπεράσει τη δυσλεξία;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι εύκολη και σίγουρα δεν γίνεται να απαντήσουμε με ένα ναι ή ένα όχι. Καθώς μιλάμε για τη διαφορετική εγκεφαλική συνδεσιμότητα και ανάπτυξη ως βασικούς παράγοντες ανάπτυξης της διαταραχής, τα περιθώρια να αντιμετωπιστεί πλήρως η δυσλεξία είναι περιορισμένα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα άτομα με δυσλεξία δεν πρόκειται να μάθουν ποτέ πώς να διαβάζουν. Μέσα από εξατομικευμένη παρέμβαση ή εργασία σε μικρότερες ομάδες και αξιοποιώντας τεχνικές που εμπλέκουν και άλλους μηχανισμούς κατά την ανάγνωση (π.χ. περισσότερα οπτικά ερεθίσματα) οι μαθητές μπορούν να εξασκηθούν ώστε να κάνουν πιο εύκολη και γρήγορη αποκωδικοποίηση των γραμμάτων και εν τέλει την ανάγνωση κειμένων.

Φυσικά, όσο πιο νωρίς γίνει μία παρέμβαση, τόσο πιο αυξημένες είναι οι πιθανότητες επιτυχούς ολοκλήρωσής της. Γι’ αυτό είναι σημαντική η έγκαιρη αξιολόγηση και παρέμβαση κατά τα πρώτα στάδια όπου το παιδί με δυσλεξία προσπαθεί να κατακτήσει τους απαραίτητους μηχανισμούς που απαιτούνται για την ανάγνωση.

Φωτογραφίες

Το κείμενο προσφέρεται με άδεια ""Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές". Μπορείτε να αντιγράψετε και να μοιραστείτε το κείμενο δίχως να το αλλάξετε και αποκλειστικά για μη εμπορική χρήση, μόνο εφόσον αναφέρετε τον συντάκτη και την πηγή. Για οποιαδήποτε άλλη χρήση και άρση των περιορισμών απαιτείται η γραπτή άδεια του συντάκτη.

Δημήτρης Αγοραστός

Δημήτρης Αγοραστός

Ψυχολόγος και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Σχολική Ψυχολογία (ΑΠΘ) και στις Νευροσυμπεριφορικές Επιστήμες (University of Tuebingen). Ασχολείται με την ανάπτυξη ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά και εφήβους με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, την αξιολόγησή τους στα πλαίσια εντοπισμού και αντιμετώπισης μαθησιακών και ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών, αλλά και την υποστήριξη της σχολικής κοινότητας εν τω συνόλω. Επιπλέον, μέσα από τις δομές και τις υπηρεσίες στις οποίες εργάζεται, παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και παιδιών.Έχει εμπειρία παροχής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Ίσως σας ενδιαφέρουν…