Σωματικό είδωλο: Μέρος 3ο – Ασυμφωνία μεταξύ πραγματικού και ιδανικού ειδώλου

Διαβάστε επίσης: Η ασυμφωνία ανάμεσα στο πραγματικό και το ιδανικό σωματικό είδωλο μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη δυσαρέσκειας για το σώμα καθώς και στην εμφάνιση διατροφικών διαταραχών, ιδιαίτερα ανάμεσα στις εφήβους και τις νεαρές γυναίκες. Τα πολιτιστικά πρότυπα για τη φυσική ελκυστικότητα, τα οποία προωθούν την σημαντικότητα ή μη του σωματικού βάρους μπορεί να ωθήσει τις έφηβες στην ανάπτυξη προτύπων τα οποία συχνά είναι άφταστα και μπορεί, με τη σειρά τους, να οδηγήσουν στην ανάπτυξη δυσπροσαρμοστικών διατροφικών συνηθειών. Σε έρευνά τους οι Stice & Agras (1998) βρήκαν ότι δυσαρέσκεια για το σώμα και η γενίκευση της «ιδέας του αδύνατου» προλέγουν την έναρξη αντισταθμιστικών και έντονων διατροφικών συμπεριφορών στις κοπέλες που βρίσκονται στην εφηβεία. Τέτοια ευρήματα οδηγούν στην ύπαρξη ενός δυνητικού μηχανισμού σύμφωνα με τον οποίο τα μη ρεαλιστικά σωματικά πρότυπα μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την απογοήτευση με το σώμα, αλλά και δημιουργία ακόμη και διατροφικών διαταραχών καθώς τα άτομα πασχίζουν να μειώσουν αυτή την ασυμφωνία ανάμεσα στην τωρινή τους κατάσταση και την κατάσταση που έχουν θέσει ως στόχο. Οι ασυμφωνίες ανάμεσα στον πραγματικό και τον ιδανικό εαυτό μπορεί να οδηγήσουν σε αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις, όπως η απογοήτευση και η δυσαρέσκεια και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και σε κατάθλιψη βαριάς μορφής. Αυτές οι αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση της κινητοποίησης και της αυτοαποτελεσματικότητας, με απώτερο σκοπό του ατόμου να επιτευχθεί ο «σωματικός» στόχος. Εν τέλει τα συναισθήματα αυτά έχουν και αρνητικό αντίκτυπο στη διατήρηση υγιών συμπεριφορών, όπως η εσωτερίκευση ενός ενδεδειγμένου, υγιεινού διαιτολογίου, καθώς και η οικειοποίηση των φυσικών δραστηριοτήτων. Γενικότερα η ασυμφωνία ανάμεσα στο πραγματικό και ιδανικό σωματικό βάρος και μέγεθος, συσχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών (αντίθετα με αυτό που αναμένεται δηλαδή από άτομα που θέλουν να μείνουν αδύνατα), υψηλότερα επίπεδα κατανάλωσης ανθυγιεινών τροφών και χαμηλότερα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, όταν τα κορίτσια αποτύχουν να αποκτήσουν το επιθυμητό για αυτές βάρος και μέγεθος, τότε εγκαταλείπουν τις προσπάθειες και αφήνονται στις ανθυγιεινές συνήθειες.

Ενδομορφικό, μεσομορφικό και εξωμορφικό σώμα

Σχεδόν όλοι οι έφηβοι ανησυχούν για τις αλλαγές που επέρχονται στο σώμα τους κατά την ανάπτυξη, ακόμα και αυτοί που αντικειμενικά είναι πιο ελκυστικοί. Τι είναι όμως αυτό που καθορίζει σε ποιο σημείο κάθε έφηβος νοιώθει άβολα για το σώμα του;

Τα πρότυπα που προβάλλει η κοινωνία σε σχέση με το τι θεωρείται ελκυστικό, επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τις αντιλήψεις του εφήβου για το σώμα του. Στην κοινωνία μας, άνθρωποι όλων των ηλικιών, θεωρούν συγκεκριμένους τύπους σώματος πιο ελκυστικούς από κάποιους άλλους. Σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει υπάρχουν τρία είδη σωματοτύπων: ενδομορφικό, μεσομορφικό, εξωμορφικό. Ο μεσομορφικός τύπος θεωρείται ο πιο ελκυστικός από τους τρεις, και στα δύο φύλα. Οι έφηβοι αξιολογούν τους εαυτούς τους και τους συνομήλικους τους βάσει τέτοιων στερεοτύπων. Πέρα από την ελκυστικότητα οι έφηβοι με το μεσομορφικό τύπο σώματος θεωρείται ότι έχουν πιο πολλούς φίλους και είναι πιο αποδεκτοί από τους γύρω τους. Αυτή η αποδοχή δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο έφηβος είναι και ευτυχισμένος. Κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, όντως οι έφηβοι μπορεί να καλλιεργήσουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση, λόγω της εκτίμησης στην οποία τυγχάνουν. Όμως, σε αντίθετη περίπτωση, αυτή η αποδοχή μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες: το άτομο μπορεί να πιστέψει ότι οι άλλοι το εκτιμούν για κάτι το οποίο ήταν γενετικά προκαθορισμένο και όχι για άλλες αρετές του και ότι δεν μπορεί να επηρεάσει την γνώμη των φίλων του με τη συμπεριφορά του. Οι έφηβοι οι οποίοι θεωρούνται μη ελκυστικοί πιθανόν να αποζημιώνονται καλλιεργώντας άλλα χαρακτηριστικά για αρέσουν, όπως για παράδειγμα, να είναι δραστήριοι και εξωστρεφείς, να έχουν καλή αίσθηση του χιούμορ και να είναι καλοί ακροατές. Ενδεικτική Βιβλιογραφία Βιβλία Seifert, K.L. and Hoffnung, R.J. (1994). Child and Adolescent Development, Boston, MA: Houlghton-Miffin Publishers. Steinberg, Laurence D. (2002), Adolescence (6th ed.), McGraw-Hill Companies Inc. Cobb, Nancy J. (2001), Adolescence: Continuity, Change, and Diversity (4th ed.), Mayfield Publishing Company Άρθρα M. Lieberman et al. (2001). Interpersonal influence and disordered eating behaviors in adolescent girls. The role of peer modeling, social reinforcement, and body-related teasing. Eating Behaviors, February 2001, 215-236 S.D. Anton et al. (2000). Discrepancy between actual and ideal body images. Impact on eating and exercise behaviors. Eating Behaviors, January 2000, 153-160

Το κείμενο προσφέρεται με άδεια ""Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές". Μπορείτε να αντιγράψετε και να μοιραστείτε το κείμενο δίχως να το αλλάξετε και αποκλειστικά για μη εμπορική χρήση, μόνο εφόσον αναφέρετε τον συντάκτη και την πηγή. Για οποιαδήποτε άλλη χρήση και άρση των περιορισμών απαιτείται η γραπτή άδεια του συντάκτη.

Δημήτρης Αγοραστός

Δημήτρης Αγοραστός

Ψυχολόγος και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Σχολική Ψυχολογία (ΑΠΘ) και στις Νευροσυμπεριφορικές Επιστήμες (University of Tuebingen). Ασχολείται με την ανάπτυξη ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά και εφήβους, καθώς και με την αξιολόγησή τους στα πλαίσια εντοπισμού και αντιμετώπισης μαθησιακών και ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών. Επιπλέον, μέσα από τις δομές και τις υπηρεσίες στις οποίες εργάζεται, παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και παιδιών.Έχει εμπειρία παροχής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...