Η επιθετική συμπεριφορά στα παιδιά

Όταν μιλάμε για βίαιη συμπεριφορά, αναφερόμαστε σε ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών που ως τελικό αποτέλεσμα έχουν την πρόκληση ζημιάς σε τρίτα πρόσωπα. Είναι χρήσιμο να διακρίνουμε την επιθετικότητα σε εχθρική επιθετικότητα, όπου υπάρχει απρόκλητη διάθεση και πρόθεση του παιδιού να προκαλέσει ζημιά σε τρίτους, και την συντελεστική επιθετικότητα όπου η συμπεριφορά του παιδιού έχει ως σκοπό την απόκτηση κάποιου αντικειμένου ή την κυριαρχία του σε ένα χώρο και η ζημιά σε τρίτους είναι αυτό που θα λέγαμε μια «παράπλευρη απώλεια».

Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας παρουσιάζουν κυρίως συντελεστική επιθετικότητα, ενώ αργότερα η βίαιη συμπεριφορά παίρνει τα χαρακτηριστικά της εχθρικής επιθετικότητας, όπου το παιδί αρχικά στρέφεται εναντίον των γονέων του και αργότερα εναντίον των συνομηλίκων του.

Ο παραπάνω διαχωρισμός καθιστά σαφές ένα βασικό στοιχείο της επιθετικότητας, το οποίο δεν είναι άλλο από το αίσθημα ελέγχου που προσπαθεί να αποκτήσει το παιδί-θύτης. Ένα παιδί το οποίο ζει μέσα σε συνθήκες απώλειας ελέγχου (από το ίδιο ή από τους γονείς του) είναι πιθανό να θελήσει να καλύψει αυτό το κενό αναπτύσσοντας επιθετική συμπεριφορά. Υπό αυτή την έννοια, είναι σημαντικό όταν αντιμετωπίζουμε την επιθετική συμπεριφορά να λάβουμε υπόψη και το περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννιέται και αναπτύσσεται. Πολλές αντικοινωνικές και επιθετικές συμπεριφορές έχουν αναπτυχθεί μέσα στα πλαίσια ενός μηχανισμού άμυνας του παιδιού απέναντι στο άγνωστο, ενώ λειτουργούν και ως πηγή αυτοεπιβεβαίωσης για τα παιδιά (εφόσον μπορώ να ελέγχω τους άλλους, είμαι δυνατός).

Η επιθετική συμπεριφορά στα αγόρια και τα κορίτσια

Τα αγόρια και τα κορίτσια παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές στην ανάπτυξη της επιθετικότητας και αυτές οι διαφορές γίνονται εμφανείς ήδη από τις πολύ μικρές ηλικίες. Μια σημαντική διαφορά είναι η έναρξη της επιθετικής συμπεριφοράς, καθώς τα αγόρια ήδη από την ηλικία των 2 ετών παρουσιάζουν κατά μέσο όρο αυξημένη επιθετικότητα σε σχέση με τα κορίτσια. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα κορίτσια δεν εμφανίζουν καθόλου επιθετική συμπεριφορά, αλλά πολύ απλά ότι τα αγόρια την εκδηλώνουν πιο συχνά σε αυτές τις ηλικίες. Από το 3ο έτος και έπειτα οι εκρήξεις οργής και γενικότερα η επιθετική συμπεριφορά μειώνονται σταδιακά με την πάροδο του χρόνου. Φτάνοντας στα 9 έτη υπολογίζεται ότι ένα ποσοστό της τάξεως του 50% των αγοριών και 30% των κοριτσιών συνεχίζουν να εμφανίζουν τακτικά βίαιη συμπεριφορά. [1]Παρασκευόπουλος, Ι. Ν., Martin, H. (2013). Ψυχολογικά Προβλήματα Παιδιών και Εφήβων. Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο

Μια δεύτερη διαφοροποίηση έρχεται στον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται αυτή η επιθετική διάθεση στα δύο φύλα. Τα αγόρια τείνουν να εκδηλώνουν την επιθετικότητά τους με σωματική βία και βιαιοπραγίες που συνήθως στρέφονται προς τα άλλα αγόρια της ηλικίας τους. Από την άλλη πλευρά τα κορίτσια εκδηλώνουν την επιθετικότητα κυρίως με λεκτική βία προς τους άλλους ή –ιδίως σε πιο μεγάλες ηλικίες προεφηβείας και εφηβείας- με αυτοκαταστροφικές τάσεις.

Οι διαφορές αυτές εξηγούνται τόσο λόγω ορμονικών διαφορών όσο και σε κοινωνικούς παράγοντες καθώς για ένα αγόρι μπορεί να θεωρείται «λογικό» ή ένδειξη «ανδρισμού» η σωματική επιθετικότητα, κάτι το οποίο λειτουργεί ως ανταμοιβή και ενισχύει την επιθετική συμπεριφορά.

Χρήση άσχημης γλώσσας

Όπως είπαμε ήδη ένα βασικό είδος επιθετικότητας είναι η λεκτική βία η οποία στα παιδιά εκδηλώνεται κυρίως με τη χρήση υβρεολόγιου προς τους άλλους. Ανεξάρτητα από την ανατροφή τους, όλα τα παιδιά σε κάποια φάση της ανάπτυξής τους θα προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν άσχημη γλώσσα, καθώς η χρήση απαγορευμένων λέξεων έχει ιδιαίτερο γόητρο για τα παιδιά. Αυτές οι λέξεις φέρνουν χαχανητά στην παρέα και τραβούν την προσοχή στο παιδί που τη χρησιμοποιεί, και επιπλέον χρησιμοποιείται ως «απόδειξη» από το παιδί ότι έχει μεγαλώσει σε σχέση με τα άλλα παιδιά. Ιδιαίτερα όταν οι γονείς –άθελά τους- ενισχύουν με χαμόγελα τη χρήση πονηρών λέξεων, το παιδί παίρνει τη θετική ενίσχυση που χρειάζεται για να συνεχίσει να βρίζει.

Ο καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπιση της βωμολοχίας είναι οι γονείς απλά να αγνοούν –ιδιαίτερα κατά την πρώτη χρήση τους- τις λέξεις αυτές. Εάν υπάρξουν χαχανητά και γέλια όταν το μικρό παιδί χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά μια «μεγαλίστικη» λέξη, όπως καταλαβαίνεται ουσιαστικά θα ενισχυθεί αυτή η συμπεριφορά και θα τείνει να επαναληφθεί για πολλούς λόγους: α)το παιδί πήρε την προσοχή που ενδεχομένως χρειαζόταν β)συνδέει τις κακές λέξεις με ευχάριστες καταστάσεις όπως είναι τα γέλια και η χαρά στην οικογένεια.

Η δεύτερη αποτελεσματικότερη μέθοδος είναι η αποφυγή χρήσης κακής γλώσσας από τους γονείς. Το παιδί τείνει να μιμείται τα πρόσωπα με τα οποία μεγαλώνει και τα οποία θαυμάζει. Αυτά βέβαια στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι άλλα από τους γονείς του. Εάν οι γονείς λοιπόν χρησιμοποιούν άσχημη γλώσσα μπροστά στο παιδί, δεν είναι λογικό να έχουν την απαίτηση να μην κάνει το ίδιο. Αν και η συγκεκριμένη παρότρυνση φαίνεται απλή και λογική, πολλοί γονείς δεν εφαρμόζουν αυτον τον απλό κανόνα, είτε γιατί αδυνατούν να το κάνουν συνειδητά είτε γιατί αποδίδουν την κακή συμπεριφορά του παιδιού τους σε άλλους παράγοντες (κακές παρέες, τηλεόραση, βιντεοπαιχνίδια κτλ).

Εισαγωγική Φωτογραφία

Το κείμενο προσφέρεται με άδεια ""Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές". Μπορείτε να αντιγράψετε και να μοιραστείτε το κείμενο δίχως να το αλλάξετε και αποκλειστικά για μη εμπορική χρήση, μόνο εφόσον αναφέρετε τον συντάκτη και την πηγή. Για οποιαδήποτε άλλη χρήση και άρση των περιορισμών απαιτείται η γραπτή άδεια του συντάκτη.

Δημήτρης Αγοραστός

Πηγές / Διαβάστε περισσότερα

Πηγές / Διαβάστε περισσότερα
1 Παρασκευόπουλος, Ι. Ν., Martin, H. (2013). Ψυχολογικά Προβλήματα Παιδιών και Εφήβων. Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο

Δημήτρης Αγοραστός

Ψυχολόγος και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Σχολική Ψυχολογία (ΑΠΘ) και στις Νευροσυμπεριφορικές Επιστήμες (University of Tuebingen). Ασχολείται με την ανάπτυξη ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά και εφήβους, καθώς και με την αξιολόγησή τους στα πλαίσια εντοπισμού και αντιμετώπισης μαθησιακών και ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών. Επιπλέον, μέσα από τις δομές και τις υπηρεσίες στις οποίες εργάζεται, παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και παιδιών.Έχει εμπειρία παροχής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...