Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής / Υπερκινητικότητας: Βιολογία και Συμπεριφορά

Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής / Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) θεωρείται ως μία από τις πιο διαδεδομένες διαταραχές ανάμεσα στα παιδιά σχολικής ηλικίας. Υπολογίζεται πως ένα ποσοστό της τάξεως του 3% έως 5% των παιδιών κάτω των 12 ετών παρουσιάζει αυτή τη διαταραχή, με τα αγόρια να την εμφανίζουν 4 φορές συχνότερα σε σχέση με τα κορίτσια. Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο του Αμερικάνικου Συνδέσμου Ψυχιατρικής [1]American Psychiatric Association: Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, Fourth Edition, Text Revision. Washington, DC, American Psychiatric Association, 2000. τα διαγνωστικά κριτήρια της ΔΕΠΥ χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, το στην ελλειμματική προσοχή και την υπερκινητικότητα.

Τα συμπτώματα της πρώτης κατηγορίας είναι προφανώς η μειωμένη προσοχή και η δυσκολία συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού ή μίας σχολικής δραστηριότητας αλλά και η αίσθηση ότι το παιδί δεν προσέχει όταν του μιλάνε. Επίσης, το παιδί με ελλειμματική προσοχή δυσκολεύεται να ακολουθήσει σαφείς και ξεκάθαρες οδηγίες (οι οποίες εννοείται πως πρέπει να είναι ανάλογες της γνωστικής ανάπτυξής του), δεν μπορεί να οργανώσει δραστηριότητες, αποφεύγει να παίζει παιχνίδια ή να κάνει εργασίες που απαιτούν πιο πολύ χρόνο για να γίνουν, ενώ έχει και την τάση να χάνει συνεχώς πράγματα. Για το κομμάτι της Υπερκινητικότητας το ίδιο εγχειρίδιο αναφέρεται σε δύο κυρίως συμπτώματα 1)την δυσκολία του παιδιού να μείνει ήσυχο σε μία θέση: για παράδειγμα, σηκώνεται συνεχώς από τη θέση του, παίζει με τα δάχτυλά του και δεν μπορεί να απολαύσει ήσυχες δραστηριότητες που δεν απαιτούν έντονη σωματική δραστηριότητα) και 2)την έντονη παρορμητικότητα η οποία μπορεί να πάρει πολλές μορφές: διακόπτει τον συνομιλητή του, δεν περιμένει τη σειρά του για να παίξει, ενοχλεί συνεχώς τους άλλους κ.α.

Παρά την σχετικά μεγάλη συχνότητα της διαταραχής και τα πολυάριθμα εργαλεία που έχουν δημιουργηθεί για την έγκαιρη διάγνωσή της, τα βασικά αίτια που την προκαλούν παραμένουν άγνωστα. Σε γενικές γραμμές η έρευνα στον τομέα αυτό κατευθύνεται ταυτόχρονα προς και τους δύο βασικούς άξονες που χαρακτηρίζουν το σύνολο των γνωστικών και νευροαναπτυξιακών διαταραχών: το περιβάλλον και τη βιολογία. Αν και το περιβάλλον και ο τρόπος ανατροφής φαίνεται πως παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της διαταραχής, το τελευταίο διάστημα παρατηρείται ένα έντονο ενδιαφέρον για το βιολογικό υπόβαθρο της ΔΕΠΥ.

Βιολογικό υπόβαθρο

Χάρη στην εξέλιξη των εργαλείων νευροαπεικόνισης πλέον μπορούμε σχετικά εύκολα να εντοπίσουμε τις πιθανές διαφορές στον τρόπο λειτουργίας του νευρικού συστήματος μεταξύ ατόμων με ΔΕΠΥ και του κανονικού πληθυσμού. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 90 νευροψυχολογικές έρευνες υπογράμμισαν τον σημαντικό ρόλο του πρόσθιου λοβού και των βασικών γαγγλίων σε γνωστικές διεργασίες όπως η προσοχή και η εκτέλεση εντολών, όπως επίσης και την σχέση των περιοχών αυτών με τον έλεγχο της παρορμητικότητας.

Για την ακρίβεια ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα υπήρχαν νευρολογικές ενδείξεις του ρόλου που παίζει ο πρόσθιος λοβός στην συμπεριφορά μας. Μία από τις πιο κλασσικές περιπτωσιακές μελέτες είναι αυτή του Φινέα Γκέιτζ. Ο Φινέας Γκέιτζ ήταν ένας εργάτης των σιδηροδρόμων ο οποίος είχε ένα πολύ σοβαρό ατύχημα στο κεφάλι, με αποτέλεσμα ο πρόσθιος αριστερός λοβός του να υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη. Αυτό που παρατήρησαν οι νευρολόγοι της εποχής ήταν η πολύ ξαφνική αλλαγή στον χαρακτήρα του μετά το ατύχημα. Ενώ ήταν ένας ήρεμος και πολύ ευγενικός άντρας, ξαφνικά έγινε εγωιστής, απρόσεκτος, αθυρόστομος και υπερκινητικός.

Η παρατήρηση ότι τα άτομα με ΔΕΠΥ παρουσιάζουν προβλήματα σε ένα σύνολο συμπεριφορών που σχετίζονται με την λειτουργία του πρόσθιου λοβού, είχε ως αποτέλεσμα η επιστημονική έρευνα να στραφεί προς τη μελέτη των πιθανών δυσλειτουργικών στην περιοχή αυτή. Και πράγματι, νευρολογικές έρευνες επιβεβαίωσαν πως ο πρόσθιος λοβός των παιδιών με ΔΕΠΥ έχει μικρότερο μέγεθος σε σχέση με τον μέσο πληθυσμό, ενώ παρατηρούνται ανωμαλίες και στο μέγεθος άλλων περιοχών του “βαθύ εγκεφάλου” [2]Castellanos, F.X., Giedd, J.M., Marsh, W.L., et al. (1996). Quantitative brain magnetic resonance imaging in ADHD. Archives of General Psychiatry, 53, 607-616. , όπως είναι τα βασικά γάγγλια, ο κερκοφόρος πυρήνας και η ωχρά σφαίρα. Επιπλέον έχει βρεθεί πως ο μεταβολισμός των περιοχών αυτών, όπως και των περιοχών που σχετίζονται με την επεξεργασία κιναισθητικών δεδομένων (για παράδειγμα αριστερός κιναισθητικός φλοιός) είναι σημαντικά πιο αργός στα άτομα με ΔΕΠΥ, γεγονός που αποτελεί ένδειξη ότι οι περιοχές αυτές σε κάποιο βαθμό υπολειτουργούν.

Πέρα από το επίπεδο των εγκεφαλικών ανωμαλιών, η έρευνα έχει επεκταθεί και στο νευροχημικό πεδίο, καθώς ήδη από την δεκαετία του 80 είχαν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες γύρω από την ανάπτυξη της ΔΕΠΥ σύμφωνα με τις οποίες τα συμπτώματα οφείλονταν σε γενικότερες νευροχημικές ανισορροπίες του κεντρικού νευρικού συστήματος. Συγκεκριμένα, το ενδιαφέρον είχε επικεντρωθεί στα λεγόμενα μονοαμινεργικά συστήματα, στα οποία εμπλέκονται νευροδιαβιβαστές όπως η σεροτονίνη, η ντοπαμίνη και η νορεπινεφρίνη [3]Shaywitz, B. A. et al.. (1983). Attention deficit disorder: Quantitative analysis of CT. Neurology, 33, 1500-1503 , κυρίως λόγω της πολύ πετυχημένης θεραπευτικής δράσης διεγερτικών φαρμάκων όπως η ουσία Ritalin η οποία στοχεύει στην εξισορρόπηση της λειτουργίας των συστημάτων αυτών.

Αξίζει να σημειωθεί πως οι νευροδιαβιβαστές αυτοί υπάρχουν σε μεγάλες συγκεντρώσεις στα εγκεφαλικά κέντρα ελέγχου της συμπεριφοράς (π.χ. αυτό που ελέγχει τις ακούσιες/αυτόματες κινήσεις) αλλά και στα συστήματα που σχετίζονται με την αντίδραση στην επιβράβευση και την τιμωρία. Η υπόθεση αυτή φαινόταν πολύ σωστή και τεκμηριωμένη, όμως όταν τα ίδια φάρμακα δοκιμάστηκαν σε άτομα του γενικού πληθυσμού που δεν είχαν συμπτώματα ΔΕΠΥ φάνηκε πως η ίδια ουσία είχε ακριβώς τα ίδια συμπτώματα (μείωση της ενεργητικότητας και της παρορμητικότητας).

Αυτά τα ευρήματα έδειξαν πως μπορεί μεν η επέμβαση στα μονοαμινεργικά κέντρα να μειώνει τα συμπτώματα, όμως δεν είναι αυτά η πραγματική αιτία που προκαλεί την ΔΕΠΥ [4]Rapoport, J. L. et al. (1974). Minor physical anomalies and plasma dopamine-beta-hydroxylasc activity in hyperactive boys. American Journal of Psychiatry, 131, 386-390 . Παρά τα αντιφατικά συμπεράσματα στα οποία έφτανε πολλές φορές η επιστημονική κοινότητα, σταδιακά άρχισε να γίνεται όλο και πιο αποδεκτό πως η δυσλειτουργία τουλάχιστον κάποιων πιο συγκεκριμένων μονοαμινεργικών συστημάτων -κυρίως αυτά που σχετίζονται με την ντοπαμίνη και την νορεπινεφρίνη- προκαλεί την ΔΕΠΥ. Ακόμη και σήμερα η πιο διαδεδομένη φαρμακοθεραπεία για την ΔΕΠΥ είναι η χορήγηση διεγερτικών φαρμάκων με βάση την μεθηλφενιδάδη (Ritalin) και αμφεταμίνες. Αυτές οι ουσίες επεμβαίνουν στον κύκλο απελευθέρωσης ντοπαμίνης και νοναδρεναλίνης αυξάνοντας τη δραστηριότητα των συγκεκριμένων νευροδιαβιβαστικών κέντρων, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την μείωση των συμπτωμάτων.

Βεβαίως ένα βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν αυτή η υπολειτουργικότητα ή/και οι ανωμαλίες που παρατηρούνται στο κεντρικό νευρικό σύστημα ατόμων με ΔΕΠΥ προκαλούν τα συμπτώματα της διαταραχής ή είναι άμεσα/έμμεσα αποτελέσματά της. Ένας τρόπος να δοθεί κάποια απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι να μελετηθεί το περιβάλλον του παιδιού και να αναλυθεί κατά πόσο οι συγγενείς τους παρουσιάζουν ΔΕΠΥ ή άλλες σχετικές διαταραχές. Πράγματι, έρευνες στο περιβάλλον των παιδιών με ΔΕΠΥ έχουν δείξει ότι η διαταραχή εμφανίζεται πολύ συχνά στους βιολογικούς συγγενείς τους. Αυτό που είναι σημαντικό όμως είναι πως μελέτες με υιοθετημένα παιδιά έχουν δείξει πως όταν ένα παιδί χαρακτηρίζεται από υπερενεργητικότητα, τότε είναι πολύ πιθανό οι βιολογικοί συγγενείς του -όπως τα βιολογικά αδέρφια ή οι βιολογικοί γονείς του- να έχουν επίσης υψηλά ποσοστά υπερενεργητικότητας [5]Sprich, S. et al. (2000). Adoptive and Biological Families of Children and Adolescents With ADHD. Child and Adolescent Psychiatry. 39(11), 1432-1437. . Οι έρευνες με υιοθετημένα παιδιά είναι σημαντικές καθώς βασίζονται στην υπόθεση πως εάν ένα χαρακτηριστικό αναπτύσσεται περισσότερο βάσει βιολογικών παραγόντων και λιγότερο βάσει του περιβάλλοντος στο οποίο μεγαλώνει το κάθε άτομο, τότε οι βιολογικοί συγγενείς υιοθετημένων παιδιών θα παρουσιάζουν το χαρακτηριστικό αυτό πολύ πιο συχνά σε σχέση με τους μη-βιολογικούς συγγενείς.

Πέραν του ενδιαφέροντος για τις έρευνες με υιοθετημένα παιδιά, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε πως υπάρχουν διάφορες έρευνες που αναφέρουν μια σειρά από διαφορετικά βιολογικά αίτια που οδηγούν στην ανάπτυξη ΔΕΠΥ. Υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις πως τα άτομα με ΔΕΠΥ συχνά έχουν ιστορικό λοιμώξεων, προγεννητικών (π.χ. χρήση ουσιών από τη μητέρα) και περιγεννητικών προβλημάτων (χαμηλό βάρος κατά τη γέννηση) [6]Knopik, V. et al.  (2005). Contributions of parental alcoholism, prenatal substance exposure, and genetic transmission to child ADHD risk: a female twin study. Psychological Medicine, 35, 625-635 . Για παράδειγμα, η κατάχρηση μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ από τη μητέρα έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να γεννηθεί με μειωμένο βάρος, ενώ υπάρχει μεγάλο ρίσκο για εγκεφαλικές ανωμαλίες και βιολογικά προβλήματα τα οποία μπορεί να είναι γνωστικές διαταραχές (π.χ. ΔΕΠΥ) έως πολύ σοβαρές σωματικές ασθένειες (π.χ. καρδιακή ανεπάρκεια). Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις πως ορισμένες εγκεφαλικές κακώσεις σε συγκεκριμένα σημεία του εγκεφάλου -συγκεκριμένα του πρόσθιου λοβού- είναι πιθανόν να προκαλέσουν τουλάχιστον ορισμένα από τα βασικά συμπτώματα της ΔΕΠΥ [7]Heilman, K. M., & Valenstein, E. (1979). Clinical neuropsychology. New York: Oxford, University Press. , όπως ακριβώς συνέβη και με την περίπτωση του Φινέα Γκέιτζ που παρουσιάσαμε λίγο πιο πάνω. Φυσικά αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως όλα τα παιδιά που υπέστησαν κάποιου είδους κρανιοεγκεφαλική κάκωση στον πρόσθιο λοβό θα αναπτύξουν απαραίτητα την διαταραχή.

Ο ρόλος της πρόληψης και της ορθής διάγνωσης

Η σημαντικότητα όλων αυτών των ερευνών, από τόσες πολλές οπτικές γωνίες, είναι προφανής καθώς συνεισφέρουν σημαντικά στην κατανόηση των βαθύτερων αιτιών της διαταραχής και μπορούν να δείξουν τον δρόμο για την καλύτερη δυνατή πρόληψη της. Η πρόληψη είναι πάντοτε προτιμότερη από την αντιμετώπιση μιας διαταραχής, είτε αυτή είναι βιολογική, είτε ψυχολογική. Υπό το σκεπτικό αυτό η ανάπτυξη πολλών διαφορετικών εργαλείων για την έγκαιρη αντιμετώπιση της ΔΕΠΥ είναι κάτι παραπάνω από θεμιτή۬۬ είναι απαραίτητη.

Πολλά παιδιά, ιδιαίτερα της προσχολικής ηλικίας είναι φυσικά υπερκινητικά, φλύαρα και απρόσεκτα χωρίς αυτό να σημαίνει πως πάσχουν απαραίτητα από ΔΕΠΥ. Αυτό όμως ομολογουμένως κάνει πιο δύσκολο τον εντοπισμό των παιδιών που έχουν όντως αυτή την διαταραχή προσοχής. Μια βασική διαφορά των φυσιολογικά ανήσυχων παιδιών και των παιδιών με ΔΕΠΥ που είναι εντοπίζεται σχετικά εύκολα είναι η ηλικία έναρξης της απρόσεκτης και επικίνδυνης συμπεριφοράς. Τα παιδιά με την διαταραχή εμφανίζονται υπερδραστήρια ήδη από πολύ μικρές ηλικίες. Για παράδειγμα, έχει αναφερθεί πως ήδη από την ηλικία του 1,5 έτους τα παιδιά αυτά εμφανίζουν ενδείξεις υπερκινητικότητας ακόμη και στον ύπνο τους [8]Davison, G.C. & Neale, J.M. (1993). Abnormal Psychology. USA: John Wiley & Sons Inc . Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε πως η αντίληψη που επικρατεί ότι η ΔΕΠΥ εμφανίζεται στα μικρά παιδιά και εξαφανίζεται όταν αυτά μεγαλώσουν είναι λανθασμένη. Σύμφωνα με μακροχρόνιες έρευνες στον χώρο φαίνεται πως τα παιδιά που παρουσίασαν συμπτώματα ΔΕΠΥ, συνέχισαν να τα εμφανίζουν ακόμη και κατά την περίοδο της εφηβικής ηλικίας σε ένα ποσοστό της τάξεως του 50-70% [9]Mannuzza, S.  et al. (1991). Hyperactive boys almost grown up: 5. Replication of psychiatric status. Archives of General Psychiatry, 48, 77-83 . Όπως συμβαίνει με τις σωματικές ασθένειες, και εδώ ισχύει το βασικό “αξίωμα” πως όσο το νωρίτερα γίνει η διάγνωση τόσο το καλύτερο για όλους.

Το κείμενο προσφέρεται με άδεια ""Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές". Μπορείτε να αντιγράψετε και να μοιραστείτε το κείμενο δίχως να το αλλάξετε και αποκλειστικά για μη εμπορική χρήση, μόνο εφόσον αναφέρετε τον συντάκτη και την πηγή. Για οποιαδήποτε άλλη χρήση και άρση των περιορισμών απαιτείται η γραπτή άδεια του συντάκτη.

Δημήτρης Αγοραστός

Πηγές / Διαβάστε περισσότερα

Πηγές / Διαβάστε περισσότερα
1 American Psychiatric Association: Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, Fourth Edition, Text Revision. Washington, DC, American Psychiatric Association, 2000.
2 Castellanos, F.X., Giedd, J.M., Marsh, W.L., et al. (1996). Quantitative brain magnetic resonance imaging in ADHD. Archives of General Psychiatry, 53, 607-616.
3 Shaywitz, B. A. et al.. (1983). Attention deficit disorder: Quantitative analysis of CT. Neurology, 33, 1500-1503
4 Rapoport, J. L. et al. (1974). Minor physical anomalies and plasma dopamine-beta-hydroxylasc activity in hyperactive boys. American Journal of Psychiatry, 131, 386-390
5 Sprich, S. et al. (2000). Adoptive and Biological Families of Children and Adolescents With ADHD. Child and Adolescent Psychiatry. 39(11), 1432-1437.
6 Knopik, V. et al.  (2005). Contributions of parental alcoholism, prenatal substance exposure, and genetic transmission to child ADHD risk: a female twin study. Psychological Medicine, 35, 625-635
7 Heilman, K. M., & Valenstein, E. (1979). Clinical neuropsychology. New York: Oxford, University Press.
8 Davison, G.C. & Neale, J.M. (1993). Abnormal Psychology. USA: John Wiley & Sons Inc
9 Mannuzza, S.  et al. (1991). Hyperactive boys almost grown up: 5. Replication of psychiatric status. Archives of General Psychiatry, 48, 77-83

Δημήτρης Αγοραστός

Ψυχολόγος και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Σχολική Ψυχολογία (ΑΠΘ) και στις Νευροσυμπεριφορικές Επιστήμες (University of Tuebingen). Ασχολείται με την ανάπτυξη ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά και εφήβους, καθώς και με την αξιολόγησή τους στα πλαίσια εντοπισμού και αντιμετώπισης μαθησιακών και ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών. Επιπλέον, μέσα από τις δομές και τις υπηρεσίες στις οποίες εργάζεται, παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και παιδιών.Έχει εμπειρία παροχής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...