Εξαρτήσεις στην εφηβική ηλικία: Αντιμετώπιση

Εάν λάβουμε υπόψη τον μεγάλο αντίκτυπο που έχει η χρήση ουσιών σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς της ζωής των εφήβων, τότε μπορούμε να βγάλουμε εύκολα συμπεράσματα για τις συνέπειές τους στην ψυχολογική, κοινωνική και επαγγελματική τους ανάπτυξη. Τόσο στις περιπτώσεις που η κατάχρηση είναι δευτερεύων σύμπτωμα, όσο και στις περιπτώσεις που είναι το πρωτεύων, οι έφηβοι με τέτοιου είδους συμπεριφορά ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου.

Η χρήση ουσιών, όπως επισημάναμε στο σχετικό άρθρο για τη συννοσηρότητα στις εξαρτήσεις,  μπορεί να σταθεί εμπόδιο όχι μόνο στην έγκαιρη διάγνωση μιας κύριας ψυχικής διαταραχής, αλλά ακόμη και στην αντιμετώπισή της [1]Bornstein, R. F. (1994). Adaptive and maladaptive aspects of dependency: an integrative review. The American Journal of Orthopsychiatry, 64(4), 622–635. [2]Countryman, J. (2005). Substance Use in Adolescents. Clinical Child Psychiatry, 263-274. [3]Gilvarry, E. (2000). Substance abuse in young people. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 41(1), 55-80.

Για τον λόγο αυτό η έγκαιρη διάγνωση της κατάχρησης ή/και εξάρτησης από ουσίες στην εφηβεία είναι ένα αποτελεσματικό πρώτο βήμα στην αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού. Υπάρχουν πολλά διαγνωστικά εργαλεία για την εξάρτηση τα οποία σταθμίζονται στον εφηβικό πληθυσμό και αξιοποιούνται παγκοσμίως. Παραδείγματα τέτοιων εργαλείων αποτελούν: το πρότυπο συνέντευξης Adolescent Drug Abuse Diagnosis (ADAD), το Teen Addiction Severity Index (TASI) αλλά και το Diagnostic Interview Schedule for Children (DISC), τα  οποία χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για εφήβους και παιδιά στην πρώιμη εφηβική ηλικία (Gilvarry, 2000).

Εφόσον γίνει η διάγνωση, τα παιδιά μπορούν να ακολουθήσουν μια σειρά από διαφορετικές θεραπευτικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση της κατάχρησης ουσιών. Ανάλογα με την περίπτωση, αυτές μπορούν να λάβουν χώρα είτε σε κάποιο ιδρυματικό περιβάλλον, είτε σε μια διαπροσωπική, οικογενειακή ή ομαδική θεραπεία είτε σε κάποιο άλλο θεραπευτικό περιβάλλον. Αν και οι περισσότερες προσεγγίσεις έχουν αναπτυχθεί για την θεραπεία ενηλίκων, τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την προσαρμογή τους σε εφηβικούς πληθυσμούς. Η τελική επιλογή για το πρόγραμμα που θα ακολουθηθεί εξαρτάται από την ένταση του προβλήματος, την συνύπαρξη άλλης ψυχικής διαταραχής αλλά και τις ιδιαιτερότητες του περιβάλλοντος του εφήβου [4]Williams, R. J., & Chang, S. Y. (2000). A Comprehensive and Comparative Review of Adolescent Substance Abuse Treatment Outcome. Clinical Psychology: Science and Practice, 7(2), 138–166. .

Η ομαδική θεραπευτική προσέγγιση των Ανώνυμων Αλκοολικών (Alcoholic Anonymous/ΑΑ), η οποία είναι ευρέως διαδεδομένη στο εξωτερικό, εστιάζει στην συναισθηματική υποστήριξη των αλκοολικών που προσπαθούν να ξεπεράσουν τον εθισμό τους. Η θεραπεία γίνεται μέσω ενός συστήματος 12 σημείων τα οποία έχουν ως σκοπό την αναγνώριση και την αποδοχή του προβλήματος του εθισμού και την σταδιακή αντιμετώπισή του μέσω ενός συστήματος επιβραβεύσεων και ομαδικής υποστήριξης από την υπόλοιπη ομάδα των θεραπευομένων. Αν και τα αποτελέσματα του προγράμματος των ΑΑ σε ενήλικες είναι συγκρίσιμα με αυτά άλλων ατομικών συμπεριφορικών θεραπειών, η εφαρμογή του σε εφήβους είναι ακόμη σε πειραματικό στάδιο και παραμένει αμφίβολη η αποτελεσματικότητά του σε αυτή την ηλικιακή ομάδα [5]Perepletchikova, F., Krystal, J. H., & Kaufman, J. (2008). Practitioner review: adolescent alcohol use disorders: assessment and treatment issues. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 49(11), 1131–1154. .

Δύο από τις πιο διαδεδομένες ατομικές θεραπευτικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση του εθισμού είναι η Γνωστική-Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT) αλλά και η Θεραπεία Ενίσχυσης Κινήτρων (MET). Η CBT εστιάζει στην εκπαίδευση του ατόμου ώστε αυτό να καταστεί ικανό να παρατηρεί την συμπεριφορά του, να αναγνωρίζει τους γνωστικούς, κοινωνικούς και συναισθηματικούς πυροδοτικούς παράγοντες που οδηγούν στην κατάχρηση, να αναπτύξει μια σειρά από ικανότητες ώστε να ελέγχει τις ενορμήσεις του αλλά και να αναγνωρίζει εναλλακτικούς ενισχυτές της συμπεριφοράς του ώστε αυτή να γίνει πιο υγιής.

Μέσα στα πλαίσια της CBT, το άτομο έρχεται σε επαφή με μια σειρά από τεχνικές χαλάρωσης και μεθόδους ελέγχου των συναισθημάτων του. Η εφαρμογή προγραμμάτων CBT σε εφήβους έχει δείξει ότι είναι αποτελεσματικά, εφόσον η δουλειά που κάνει ο έφηβος είναι παρουσία του θεραπευτή, καθώς οι έφηβοι συνήθως αρνούνται να κάνουν ασκήσεις εκτός θεραπευτικού περιβάλλοντος, όπως είναι οι εργασίες στο σπίτι (Perepletchikova, Krystal & Kaufman, 2008). Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η CBT δεν εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνο σε ατομικό, αλλά και σε ομαδικό και οικογενειακό επίπεδο.

Η θεραπεία Ενίσχυσης Κινήτρων (ΜΕΤ) από την άλλη εφαρμόζει μια διαφορετική προσέγγιση, όπου το άτομο αρχικά λαμβάνει βοήθεια ώστε να αναγνωρίσει το πρόβλημα του εθισμού. Στη συνέχεια ο θεραπευτής εστιάζει στην ενίσχυση των κινήτρων που έχει το άτομο ώστε να απελευθερωθεί από τον εθισμό του.

Όπως και με τις άλλες θεραπείες, η ΜΕΤ έχει εφαρμοσθεί κυρίως σε ενήλικες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την αποτελεσματικότητά της σε εφήβους. Παρόλα αυτά, όσες έρευνες έχουν γίνει με εφήβους που ακολούθησαν ΜΕΤ έχουν δείξει θετικά αποτελέσματα, ιδιαίτερα για την αντιμετώπιση του εθισμού στο αλκοόλ αλλά και την κοινωνική συμπεριφορά των εφήβων. Η αντιμετώπιση του εθισμού σε άλλες ουσίες μέσω της ΜΕΤ έχει αποδειχθεί λιγότερο αποτελεσματική (Perepletchikova, Krystal & Kaufman, 2008).

Τέλος, όσον αφορά τις ψυχοθεραπευτικές μεθόδους αντιμετώπισης της κατάχρησης ουσιών και του εθισμού στους εφήβους, μία αποτελεσματική μέθοδος φαίνεται πως είναι η οικογενειακή-συστημική θεραπεία [6]Rowe, C. L. (2012). Family therapy for drug abuse: review and updates 2003-2010. Journal of Marital and Family Therapy, 38(1), 59–81.  . Οι διάφοροι τύποι οικογενειακής-συστημικής θεραπείας σε εφήβους έχουν μελετηθεί σε έναν αρκετά μεγάλο βαθμό σε σχέση με τις άλλες μεθόδους ψυχοθεραπείας, κυρίως λόγω της ευρείας χρήσης της στο σύστημα ψυχικής υγείας των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου.

Σκοπός των θεραπειών αυτών είναι να παρέμβουν σε πολλαπλά κοινωνικά πεδία τα οποία σχετίζονται με την χρήση ουσιών που παρατηρείται στον έφηβο. Έτσι, κατά περίπτωση, οι φορείς ψυχικής υγείας μπορούν να επέμβουν σε επίπεδο οικογένειας, σχολείου ή φιλικών δικτύων. Σκοπός της πολυεπίπεδης παρέμβασης είναι να βοηθήσει τον έφηβο να επανέλθει σε φυσιολογικές αναπτυξιακές διαδικασίες, και να δραστηριοποιηθεί σε πιο υγιής δραστηριότητες σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο (π.χ. ανάπτυξη χόμπι, συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες). Σε επίπεδο γονέων, η οικογενειακή θεραπεία στοχεύει στην εκπαίδευση των γονέων ώστε να επέλθει η σταδιακή μείωση των όποιων ψυχιατρικών συμπτωμάτων και η επανακοινωνικοποίηση του εφήβου (Perepletchikova, Krystal & Kaufman, 2008. Williams & Chang, 2000).

Στους ενήλικες που παρουσιάζουν εθισμό σε ουσίες, πέραν των ψυχοθεραπευτικών μεθόδων που αναφέρθηκαν προηγουμένως, αξιοποιούνται και φαρμακευτικές θεραπείες, οι οποίες στοχεύουν στην συστηματική απεξάρτηση από τις εν λόγω ουσίες. Η έρευνα για την αξιοποίηση παρόμοιων φαρμακευτικών μεθόδων σε εφήβους είναι ακόμη σε πρώιμα στάδια, με αποτέλεσμα να είναι νωρίς να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά τους (Perepletchikova, Krystal & Kaufman, 2008).

Παρά το γεγονός ότι η κατάχρηση ουσιών σχετίζεται με μια πληθώρα αρνητικών συνεπειών και παρενεργειών που προαναφέρθηκαν εκτενώς, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η εξαρτημένη συμπεριφορά των εφήβων που κάνουν κατάχρηση ουσιών δεν έχει πάντοτε αποκλειστικά και μόνο αρνητικό αντίκτυπο στη συμπεριφορά τους. Για παράδειγμα, έχει βρεθεί ότι η εξαρτημένη διαταραχή της προσωπικότητας η οποία μπορεί να είναι παρούσα σε εφήβους με κατάχρηση αλκοόλ μπορεί να δώσει το έναυσμα για θετικές  συμπεριφορές, όπως είναι η δημιουργία εσωτερικών κινήτρων για ακαδημαϊκή επιτυχία, σε μια προσπάθεια του εφήβου να ευχαριστηθούν οι σημαντικοί άλλοι στη ζωή του (Bornstein, 1994).

Βλέπουμε δηλαδή ότι ενώ κάποια χαρακτηριστικά της εξαρτημένης προσωπικότητας μπορεί να είναι αρνητικά σε έναν τομέα (π.χ. ανάπτυξη ψυχοπαθολογίας), ταυτόχρονα μπορεί να αποδειχθούν θετικά σε έναν άλλο τομέα (π.χ. ακαδημαϊκή επίδοση). Αυτή η παρατήρηση υπογραμμίζει το γεγονός ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αποκλειστικά και μόνο ως θετική ή αρνητική, αλλά πάντοτε θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη ότι αναφερόμαστε σε ένα φάσμα συμπεριφοράς η οποία ανάλογα με το περιβάλλον και τους στόχους του ατόμου μπορεί να πάρει θετική ή αρνητική χροιά. Σε αυτό το γεγονός βασίζονται άλλωστε και οι πλείστες θεραπευτικές προσεγγίσεις των εξαρτήσεων στην εφηβεία, οι οποίες ουσιαστικά προσπαθούν να τονώσουν την υγιή και θετική φύση μιας συμπεριφοράς του εφήβου και να ελέγξουν ή να μειώσουν την αρνητική της φύση (Bornstein, 1994. Perepletchikova, Krystal & Kaufman, 2008).

Συνεργασία

Το άρθρο γράφτηκε σε συνεργασία με την Χριστίνα-Ελένη Μπάμπαλου
Ψυχολόγος, MSc Αναπτυξιακή και  Σχολική Ψυχολογία (Α.Π.Θ.) – Υπότροφος του Ιδρύματος Ωνάση – Ψυχολόγος στο Δήμο Θεσσαλονίκης, Ψυχοκοινωνική Υποστήριξη Ευπαθών Ομάδων – Συντονίστρια Σχολών Γονέων – Εισηγήτρια Ψυχοεκπαιδευτικών και Βιωματικών Σεμιναρίων +30 6973480170

Εισαγωγική Φωτογραφία

Το κείμενο προσφέρεται με άδεια ""Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές". Μπορείτε να αντιγράψετε και να μοιραστείτε το κείμενο δίχως να το αλλάξετε και αποκλειστικά για μη εμπορική χρήση, μόνο εφόσον αναφέρετε τον συντάκτη και την πηγή. Για οποιαδήποτε άλλη χρήση και άρση των περιορισμών απαιτείται η γραπτή άδεια του συντάκτη.

Δημήτρης Αγοραστός

Πηγές / Διαβάστε περισσότερα

Πηγές / Διαβάστε περισσότερα
1 Bornstein, R. F. (1994). Adaptive and maladaptive aspects of dependency: an integrative review. The American Journal of Orthopsychiatry, 64(4), 622–635.
2 Countryman, J. (2005). Substance Use in Adolescents. Clinical Child Psychiatry, 263-274.
3 Gilvarry, E. (2000). Substance abuse in young people. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 41(1), 55-80.
4 Williams, R. J., & Chang, S. Y. (2000). A Comprehensive and Comparative Review of Adolescent Substance Abuse Treatment Outcome. Clinical Psychology: Science and Practice, 7(2), 138–166.
5 Perepletchikova, F., Krystal, J. H., & Kaufman, J. (2008). Practitioner review: adolescent alcohol use disorders: assessment and treatment issues. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 49(11), 1131–1154. 
6 Rowe, C. L. (2012). Family therapy for drug abuse: review and updates 2003-2010. Journal of Marital and Family Therapy, 38(1), 59–81. 

Δημήτρης Αγοραστός

Ψυχολόγος και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Σχολική Ψυχολογία (ΑΠΘ) και στις Νευροσυμπεριφορικές Επιστήμες (University of Tuebingen). Ασχολείται με την ανάπτυξη ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά και εφήβους με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, την αξιολόγησή τους στα πλαίσια εντοπισμού και αντιμετώπισης μαθησιακών και ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών, αλλά και την υποστήριξη της σχολικής κοινότητας εν τω συνόλω. Επιπλέον, μέσα από τις δομές και τις υπηρεσίες στις οποίες εργάζεται, παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και παιδιών.Έχει εμπειρία παροχής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Ίσως σας ενδιαφέρουν…