Εναντιωματική συμπεριφορά παιδιών: τι μπορούν να κάνουν οι γονείς
Αυτό που λέμε εναντιωματική συμπεριφορά στα παιδιά, καλύπτει ένα μεγάλο εύρος συμπεριφορών που εντοπίζουμε σε όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως ηλικίας. Είναι μια αναμενόμενη συμπεριφορά, αλλά ταυτόχρονα και δύσκολα διαχειρίσιμη για πολλούς γονείς.
Η εναντιωματική συμπεριφορά σε ένα μικρό παιδί μπορεί να είναι ένα συναισθηματικό ξέσπασμα, οι φωνές, το να μην ακολουθεί οδηγίες, να κάνει ζημιές κτλ Σε πιο μεγάλες ηλικίες ως “εναντιωματική συμπεριγορά” συχνά περιγράφεται η η αδιαφορία ή ο συχνός αντίλογος απέναντι στους γονείς, η έλλειψη ενδιαφέροντος να ολοκληρώσει ένα παιδί τις υποχρεώσεις του, αλλά φυσικά και οι φωνές, οι βρισιές, ακόμη και οι απειλές.
Συχνά η εναντιωματική συμπεριφορά συγχέεται με την εναντιωματική προκλητική διαταραχή (ΕΠΔ) ή τη διαταραχή διαγωγής (ΔΔ). Και σε αυτό το σημείο αξίζει να κάνουμε έναν σαφή διαχωρισμό. Η εναντιωματική συμπεριφορά από μόνη της συναντάται σχεδόν σε όλα τα παιδιά, και είναι ιδιαίτερα συχνή σε παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας, αλλά φυσικά και στους έφηβους. Για την ακρίβεια, περισσότερο θα μας παραξένευε εάν ένα παιδί δεν είχε ποτέ εναντιωματική συμπεριφορά σε κανένα πλαίσιο. Επομένως, η εναντιωματική ή η προκλητική συμπεριφορά από μόνη της δεν συνιστά αυτόματα και διαταραχή.
Η ανάγκη να μάθουν τα παιδιά τα όριά τους είναι ένα αναπτυξιακό ορόσημο της προσχολικής ηλικίας. Άλλωστε δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός τα μικρά παιδιά δεν έχουν αναπτύξει ακόμη πλήρως τις ανώτερες γνωστικές λειτουργίες που τους επιτρέπουν να ελέγχουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά και να διαχειρίζονται το συναίσθημά τους.
Φυσικά, σε κάποιες περιπτώσεις τέτοιων συμπεριφορών όπου τα παιδιά παρουσιάζουν εξαιρετικά μειωμένη λειτουργικότητα στην καθημερινότητα τους στο σύνολο των πλαισίων στα οποία βρίσκονται, ακόμα και μετά από παρέμβαση γονέων εκπαιδευτικών και του πλαισίου γενικότερα, μπορεί η συμπεριφορά αυτή να οφείλεται στην ύπαρξη κάποιας νευροαναπτυξιακής διαταραχής όπως είναι η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), κάποια διαταραχή διάθεσης (για παράδειγμα παιδική κατάθλιψη) ή και στην εμφάνιση εναντιωματικής προκλητικής διαταραχής [1]The British Psychological Society. (2013). Antisocial behaviour and conduct disorders in children and young people: Recognition, intervention and management. Leicester: The British Psychological Society. Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε όμως είναι πως στην πλειοψηφία τους οι περιπτώσεις εναντιωματικής συμπεριφοράς δεν είναι στα πλαίσια κάποιας συγκεκριμένης διαταραχής αλλά φυσιολογικό αναπτυξιακό ορόσημο της ανάπτυξης των μικρών παιδιών.
Το γεγονός ότι μια τέτοια συμπεριφορά είναι αναμενόμενη και τις συναντάμε συχνά δεν σημαίνει βέβαια ότι μπορούμε να την διαχειριστούμε εύκολα ή ότι μπορούμε να την αγνοοήσουμε και αυτή θα εξαφανιστεί από μόνη της σύντομα. Για την ακρίβεια η διαχείριση της εναντιωματικής συμπεριφοράς είναι από τα πιο δύσκολα κεφάλαια του γονικού ρόλου αλλά και του ρόλου του εκπαιδευτικού στο σχολείο [2]Nixon RDV, Sweeney L, Erickson DB, Touyz SW. Parent-child interaction therapy: A comparison of standard and abbreviated treatments for oppositional defiant preschoolers. Journal of Consulting and Clinical Psychology. Published online 2003:251-260. doi:https://doi.org/10.1037/0022-006x.71.2.251 . Χάριν συντομίας χώρου στο παρόν κείμενο θα επικεντρωθούμε κυρίως στις καλές πρακτικές γονέων για την αντιμετώπιση τέτοιων συμπεριφορών.
Αυτό το οποίο συμβαίνει πιο συχνά όταν ένα παιδί δεν θέλει να ακολουθήσει κάποιους κανόνες είναι οι γονείς να φωνάζουν, να κάνουν χρήση της εξουσίας τους η οποία φυσικά είναι επακόλουθο του ρόλου τους και πολλές φορές να καταφύγουν και σε απειλές για τιμωρίες. Εάν έχετε κάνει κάτι από όλα αυτά μην αισθάνεστε μόνοι γιατί δεν είστε οι μόνοι που έχετε κάνει κάτι τέτοιο. Αλλά αξίζει να αναρωτηθείτε εάν αυτή η τακτική λειτούργησε. Τις περισσότερες φορές η απάντηση είναι αρνητική. Συνήθως οι φωνές οι απειλές και η προσπάθεια απόλυτου ελέγχου της συμπεριφοράς των παιδιών με τη χρήση τιμωριών (αρνητικές συνέπειες, στέρηση προνομίων ή και η σωματική τιμωρία) δεν έχουν ιδιαίτερα αποτελέσματα και μάλιστα κάνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα.
Η λειτουργία του πυροσβεστήρα και η οικοδόμηση γέφυρας
Γενικότερα οι γονείς έχουν 2 επιλογές για την αντιμετώπιση προκλητικών συμπεριφορών. Η πρώτη είναι να προσπαθήσουν να σταματήσουν την κακή συμπεριφορά εκείνη τη στιγμή επεμβαίνοντας πυροσβεστικά με φωνές, τιμωρίες και άσκηση της εξουσίας τους. Ο δεύτερος δρόμος είναι το χτίσιμο μιας καλής σχέσης με το παιδί η ανοιχτή επικοινωνία και το άνοιγμα των γονέων στο να καταλάβει το παιδί τι είναι αυτό που τους ενδιαφέρει σε μια συμπεριφορά και τι όχι και κυρίως το γιατί είναι σημαντικό μια συμπεριφορά να εξαλειφθεί.
Ο πρώτος δρόμος, αυτός της άμεσης παρέμβασης με φωνές ή με επιβολή, συνήθως το πιο γρήγορος και εάν έχει αποτελέσματα αυτά είναι άμεσα αλλά δεν κρατάνε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην καλύτερη περίπτωση τέτοιες παρεμβάσεις λειτουργούν εκείνη την στιγμή, αλλά καθώς το παιδί δεν έχει μπει στην διαδικασία να επεξεργαστεί το τι έχει συμβεί και γιατί, την επόμενη φορά που θα είναι παρόμοιες οι συνθήκες είναι πιθανόν να επαναλάβει τη συμπεριφορά. Ο δεύτερος δρόμος, αυτός της οικοδόμησης μιας καλής και ανοιχτής σχέσης με το παιδί, συνήθως δεν έχει άμεσα αποτελέσματα. Δεν μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι θα μιλήσω στο παιδί μου γιατί αυτό το οποίο κάνει με εκνευρίζει ή για ποιο λόγο πρέπει τώρα να βιαστούμε να κάνουμε κάτι και να αναμένω ότι εκείνη τη στιγμή θα το κάνει. Όμως το χτίσιμο αυτής της σχέσης, το μοίρασμα αυτής της πληροφορίας έχει μακροχρόνια αποτελέσματα. Βλέπουμε δηλαδή το αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου. Με δυο λόγια, αξίζει ίσως κάποιες φορές να χρησιμοποιήσουμε τις φωνές και την αυστηρή πειθαρχία για να επέμβουμε πυροσβεστικά σε κάτι που επείγει αλλά δεν μπορεί να έχουμε μόνο αυτό το εργαλείο. Για την ουσιαστική αλλαγή της συμπεριφοράς και κυρίως ενίσχυσης της προσωπικότητας του παιδιού, η επένδυση στη σχέση γονέα-παιδιού βοηθάει σαφώς περισσότερο.
Συνήθως οι φωνές και η πίεση στα παιδιά έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα και επιδεινώνουν την κατάσταση. Το παιδί μπορεί να φωνάζει, φωνάζουν και οι γονείς για να σταματήσει και το παιδί μπαίνει σε μια διαδικασία κόντρας, επαναλαμβάνοντας και εντείνοντας την μη επιθυμητή συμπεριφορά, η οποία γίνεται αυτοσκοπός, ώστε να εξασφαλίσουν ότι μπορούν τα ίδια να έχουν τον έλεγχο.
Για να το καταλάβουμε αυτό, αρκεί να σκεφτούμε πως αντιδρούμε και εμείς σε μια κατάσταση όπου κάποιος μας βάζει τις φωνές για να συμμορφωθούμε στις υποδείξεις του, είτε έχουμε δίκιο είτε όχι. Ας πάρουμε το παράδειγμα ότι έχουμε ξεχαστεί στο φανάρι και ενώ έχει ανάψει πράσινο, έχουν περάσει κάποια δευτερόλεπτα και δεν έχουμε ξεκινήσει. Ίσως κάποιος να μας βρίσει, να μας πατήσει κόρνα ή να μαρσάρει πίσω μας, προσπαθώντας να μας κάνει να ξεκινήσουμε. Πως θα αντιδρούσατε σε μια τέτοια περίπτωση; Πολύ πιθανόν να σας κυρίευε ο θυμός και να βάζατε και εσείς τις φωνές. Κατ’ αναλογία, ας σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν βάζουμε τις φωνές στα παιδιά για κάτι που έκαναν. Τα παιδιά αισθάνονται ότι τους κάνουμε μια επίθεση, κυριεύονται από θυμό και εκείνη τη στιγμή αντιδρούν στην απειλή των φωνών μας με πάλη ή φυγή. Είτε δηλαδή θα “παλέψουν” με φωνές, τυφλωμένα από το θυμό, είτε θα τραπούν σε “φυγή”, θα παγώσουν και θα μαζευτούν.
Το φαινόμενο του Πυγμαλίωνα
Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε ένα ενδιαφέρον φαινόμενο το οποίο το έχουμε αναφέρει κάποιες φορές και σε άλλα κείμενα: το φαινόμενο του Πυγμαλίωνα ή η “αυτοεκπληρούμενη προφητεία“. Σύμφωνα με αυτό εάν πιστεύουμε ότι η συμπεριφορά ενός παιδιού οφείλεται στα εγγενή, σταθερά και αμετάβλητα χαρακτηριστικά του όπως είναι η προσωπικότητά του τότε θεωρούμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά για να αλλάξουμε την κατάσταση πέρα από το να επεμβαίνουμε πυροσβεστικά με φωνές και τιμωρίες. Εάν όμως αποδώσουμε την μη επιθυμητή συμπεριφορά του παιδιού σε τρίτους παράγοντες πέραν της προσωπικότητάς του και των εγγενών χαρακτηριστικών του, όπως για παράδειγμα την έλλειψη κατανόησης του πλαισίου στο οποίο βρισκόμαστε, τότε είμαστε πιο ανοιχτοί να ακολουθήσουμε το δεύτερο δρόμο, αυτόν της οικοδόμησης της σχέσης μας με το παιδί. Με άλλα λόγια, αν θεωρούμε ότι κάτι άλλο φταίει για την μη επιθυμητή συμπεριφορά του παιδιού μας και όχι ο χαρακτήρας του, κινητοποιούμαστε να αλλάξουμε αυτές τις συνθήκες που μπορεί να ευθύνονται.
Πως διαχειρίζομαι τη μη επιθυμητή συμπεριφορά ως γονέας;
Ας δούμε σε πρακτικό επίπεδο τι μπορούμε να κάνουμε τη στιγμή της κρίσης. Αρχικά θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι στόχος μας εν μέσω της κρίσης είναι η αποκλιμάκωση [3]Hanna FJ, Hanna CA, Keys SG. Fifty Strategies for Counseling Defiant, Aggressive Adolescents: Reaching, Accepting, and Relating. Journal of Counseling & Development. Published online October 1999:395-404. doi:https://doi.org/10.1002/j.1556-6676.1999.tb02465.x, να βάλουμε ένα τέλος σε αυτή και έπειτα να δώσουμε ένα θετικό μάθημα στα παιδιά μας.
Μια ενδεδειγμένη αντίδραση στις φωνές είναι η απάντηση με ηρεμία και χαμόγελο. Ακούγεται ίσως περίεργο, αλλά δεν είναι. Οι άνθρωποι είμαστε φοβεροί αντιγραφείς συμπεριφορών. Αν αντιδράσουμε στην ένταση με περισσότερη ένταση, τότε το παιδί θα ακολουθήσει κλιμακώνοντας τις φωνές και συνεχίζοντας τον φαύλο κύκλο. Αν μετά τις φωνές του παιδιού εμείς ανταποδώσουμε με ήρεμη επικοινωνία (π.χ. χαμηλό, φιλικό τόνο φωνής, χαμόγελο), τότε αυξάνουμε τις πιθανότητες το παιδί να αντιδράσει με ανάλογο τρόπο, αντιγράφοντας αυτόματα τη συμπεριφορά μας. Βάζουμε έτσι ένα φρένο στην ένταση, αποκλιμακώνοντας αποτελεσματικά την όλη κατάσταση.
Έπειτα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δυσκολία στη συμπεριφορά του παιδιού αντανακλά και μια εσωτερική δυσκολία του να ελέγξει τα συναισθήματα και τις παρορμήσεις του και επομένως είναι χρήσιμο το παιδί να έχει διαθέσιμο ένα μοντέλο συμπεριφοράς. Για αυτό το λόγο θα πρέπει εμείς ως βασικά πρότυπα από τα οποία αντιγράφει συνέχεια συμπεριφορές το παιδί να λειτουργούμε με ανάλογο τρόπο με αυτόν που θέλουμε να έχει και το ίδιο. Εάν δεν θέλουμε το παιδί μας να φωνάζει για να περάσει το δικό του, δεν θα πρέπει αντίστοιχα και εμείς να φωνάζουμε για να γίνει κάτι με το δικό μας τρόπο. Σημαντικότερο του να γίνει κάτι όπως θέλουμε εμείς είναι η κατανόηση του γιατί το παιδί θέλει επίμονα κάτι διαφορετικό. Το εκνευρίζει αυτό που θέλουμε να κάνει, το βρίσκει δύσκολο και αισθάνεται ότι δεν θα τα καταφέρει, κάνει κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή που είναι πιο σημαντικό ή διασκεδαστικό για το ίδιο;
Με το να καταφεύγουμε λοιπόν σε διαταγές και τακτικές τύπου “πρέπει να με υπακούσεις γιατί απλά πρέπει” δίνουμε ένα μάθημα στο παιδί ότι και το ίδιο μπορεί να συμπεριφέρεται με έναν ανάλογο εξουσιαστικό τρόπο απέναντι στους άλλους: “Πρέπει να κάνω αυτό το οποίο θέλω και πρέπει να με υπακούσετε γιατί απλά έτσι πρέπει”. Το να μην υψώσουμε τη φωνή και να μην προχωρήσουμε στην άσκηση της εξ’ορισμού εξουσίας που έχουμε ως γονείς απέναντι στο παιδί δεν σημαίνει ότι δεν θέλουμε να σταματήσουμε την κακή του συμπεριφορά ή ότι δεν θέλουμε να του μάθουμε καλούς τρόπους. Πολύ απλά σημαίνει ότι δίνουμε έμφαση στη συνεργασία, στην αλληλοκατανόηση και όχι στην απλή υπακοή σε ανώτερες εξουσίες χωρίς να αντιλαμβανόμαστε το λόγο.
Πολλές φορές μια μη επιθυμητή συμπεριφορά συμβαίνει γιατί το παιδί δεν αναγνωρίζει το λόγο για τον οποίο θα πρέπει να γίνει κάτι. Ειδικά στα μικρότερα παιδιά είναι πολύ δύσκολο να τους δώσουμε να καταλάβουν γιατί πρέπει να κάνουν κάτι. Η απάντηση στο γιατί των παιδιών και η επεξήγηση του λόγου για τον οποίο πρέπει να γίνει κάτι πρέπει να γίνεται σε γλώσσα κατανοητή στο παιδί ανάλογα με την ηλικία και την ιδιοσυγκρασία του και σίγουρα όχι με απαντήσεις του τύπου “γιατί έτσι λέω εγώ”. Για παράδειγμα η απάντηση στο γιατί πρέπει να κάνω τα μαθήματά μου πριν πάμε για παιχνίδι στο πάρκο μπορεί να είναι γιατί τώρα είσαι πιο ξεκούραστος θα μπορέσεις να τελειώσεις τα μαθήματά σου πιο γρήγορα και μετά να απολαύσεις το παιχνίδι με την ησυχία σου χωρίς να έχεις το άγχος ότι πρέπει να κάνεις τα μαθήματά σου. Φυσικά για να μπορέσει να λειτουργήσει μια τέτοιου είδους αλληλεπίδραση μεταξύ γονέα και παιδιού όπου το παιδί αρχίζει και κατανοεί τους λόγους πίσω από τις αποφάσεις και τις εντολές μας θα πρέπει πρώτα να έχουμε χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης όπου το παιδί μπορεί να μας μιλήσει ανοιχτά και αντίστοιχα και εμείς μπορούμε να μιλήσουμε ανοιχτά στο παιδί. Εάν δεν έχουμε μάθει να επικοινωνούμε τότε θα πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να εστιάσουμε στην επικοινωνία από το μηδέν.
Είναι πάρα πολύ συχνό να εστιάζουμε στην αρνητική συμπεριφορά γιατί αυτή είναι που μας ενοχλεί. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι το παιδί μας δεν συμπεριφέρεται μόνο άσχημα. Πάντα υπάρχουν και καλές στιγμές, πάντα το παιδί θα μας κάνει περήφανους για κάτι πάντα θα κάνει κάτι καλό. Για να μπορέσουμε να χτίσουμε μια θετική αυτοεικόνα στο παιδί για να μπορέσουμε να του δώσουμε να καταλάβει πώς πρέπει να συμπεριφέρεται θα πρέπει να δίνουμε μια θετική ενίσχυση όταν συμπεριφέρεται όπως ακριβώς πρέπε, όταν επιτυγχάνει πράγματα και όταν είναι βοηθητικό απέναντι μας. Η θετική ενίσχυση σημαίνει να δίνουμε κάτι επιθυμητό στο παιδί το οποίο δεν είναι υλικό αγαθό. Ένα ένα χαμόγελο ένα χάδι ένα μπράβο αρκεί.
Η θετική ενίσχυση επίσης θα πρέπει να βασίζεται σε μια σταθερή, ανοιχτή σχέση εμπιστοσύνης απέναντι στο παιδί. Εάν υπάρχουν συνεχώς τριβές ανάμεσά μας αν δεν υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη πάρα πολύ εύκολα το παιδί θα καταλάβει όταν ξαφνικά θα αρχίσει να δέχεται θετικά σχόλια για τη συμπεριφορά του ότι προσπαθούμε να γίνουμε χειριστική και ότι δεν είναι ένα ειλικρινές σχόλιο απέναντί του. Επομένως και σε αυτή την περίπτωση δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η καλή σχέση με το παιδί είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Στις πιο δύσκολες περιπτώσεις όπου έχουν γίνει επανειλημμένα, σταθερά και με συνέπεια προσπάθειες δημιουργίας ενός ανοιχτού κλίματος επικοινωνίας και συνεργασίας, θετικής ενίσχυσης και έχουμε προσπαθήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα να επιτύχουμε μια αλλαγή στη συμπεριφορά του παιδιού, χωρίς να βλέπουμε την επιθυμητή αλλαγή, με τα παιδιά να συνεχίζουν να έχουν μια δύσκολη συμπεριφορά που τα δυσκολεύει και τα ίδια στην καθημερινότητά τους, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν και λύσεις ενίσχυσης τόσο των γονέων όσο και ατομικά του παιδιού. Το να απευθυνθούμε σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας ως γονείς για να μπορέσουμε να πάρουμε κάποιες πιο εξατομικευμένες κατευθυντήριες γραμμές και να δουλέψουμε ενδεχομένως διάφορες ενδοοικογενειακές παραμέτρους που επηρεάζουν όλο το σύστημα της οικογένειας είναι κάτι εξαιρετικά θεμιτό σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Αντίστοιχα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου τα παιδιά έχουν μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή όπως για παράδειγμα ΔΕΠΥ ή έχουν διαγνωστεί με εναντιωματική προκλητική διαταραχή, είναι εξαιρετικά χρήσιμο το παιδί να ξεκινήσει να δουλεύει ατομικά με έναν ειδικό ψυχικής υγείας για παιδιά.
Όποιο δρόμο και αν επιλέξουμε για να βοηθήσουμε τα παιδιά μας δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στο κέντρο όλων των παρεμβάσεων είναι το παιδί. Ο στόχος είναι να βελτιωθεί η συμπεριφορά του παιδιού για να μπορέσει το ίδιο το παιδί να εκφράζεται καλύτερα, να κοινωνικοποιηθεί ομαλότερα και να μπορέσει εν τέλει να έχει μια ευτυχισμένη ζωή. Αν οι παρεμβάσεις γίνονται με άλλο στόχο και κυρίως εάν γίνονται για να έχουμε αποκλειστικά και μόνο εμείς την ηρεμία μας τότε τείνουν να είναι λιγότερο αποτελεσματικές. Κανένας φυσικά δεν αμφισβητεί ότι το να έχεις να διαχειριστείς μια δύσκολη συμπεριφορά ενός παιδιού είναι βαρύ φορτίο και θέλεις γρήγορα να αλλάξει αυτό ώστε να μπορέσεις ψυχολογικά και εσύ ως γονιός να χαλαρώσεις. Έχοντας ως στόχο να αισθανθεί το ίδιο το παιδί καλύτερα να μπορέσει να διαχειριστεί αποτελεσματικότερα τα δικά του συναισθήματα χωρίς να φοβάται όμως να τα εκφράσει τότε θα χτίσουμε ένα κλίμα εμπιστοσύνης ηρεμίας και αλληλοκατανόησης με το παιδί μας το οποίο θα έχει θετικό αντίκτυπο τόσο για το παιδί όσο και για εμάς.
Εισαγωγική Εικόνα: Δημιουργήθηκε με τεχνητής νοημοσύνης (Dall-e)
- Η Υπακοή στην Εξουσία και το Πείραμα του Milgram: Μια Ματιά στην Ανθρώπινη Συμπεριφορά - 9 Δεκεμβρίου, 2024
- Παγκόσμια Ημέρα Αναπηρίας – Ένας Κόσμος για Όλους - 3 Δεκεμβρίου, 2024
- Η Κατάθλιψη των Χριστουγεννιάτικων Διακοπών: Ένας Σύγχρονος Μύθος ή Πραγματικότητα; - 29 Νοεμβρίου, 2024
Πηγές / Διαβάστε περισσότερα
↑1 | The British Psychological Society. (2013). Antisocial behaviour and conduct disorders in children and young people: Recognition, intervention and management. Leicester: The British Psychological Society |
---|---|
↑2 | Nixon RDV, Sweeney L, Erickson DB, Touyz SW. Parent-child interaction therapy: A comparison of standard and abbreviated treatments for oppositional defiant preschoolers. Journal of Consulting and Clinical Psychology. Published online 2003:251-260. doi:https://doi.org/10.1037/0022-006x.71.2.251 |
↑3 | Hanna FJ, Hanna CA, Keys SG. Fifty Strategies for Counseling Defiant, Aggressive Adolescents: Reaching, Accepting, and Relating. Journal of Counseling & Development. Published online October 1999:395-404. doi:https://doi.org/10.1002/j.1556-6676.1999.tb02465.x |