Νευρο-εγκληματολογία: μπορούμε να προβλέψουμε την παραβατική συμπεριφορά;
Πριν από 15 περίπου χρόνια κυκλοφόρησε το Minority Report, μία ταινία που ως θέμα είχε μια φουτουριστική και δυστοπτική κοινωνία στην οποία κάποιοι αστυνομικοί μπορούσαν να προβλέψουν μέσω ενός «σκαναρίσματος» ποιος επρόκειτο να διαπράξει κάποιο έγκλημα. Έτσι, μπορούσαν να επέμβουν πριν καν συμβεί το οποιοδήποτε περιστατικό και να σώσουν αθώους πολίτες από την πιθανή βίαιη συμπεριφορά των συμπολιτών τους. Αν και φυσικά προς το παρόν η επιστήμη δεν έχει φτάσει στο σημείο να μπορούμε να προβλέπουμε με ένα σκανάρισμα και με τόσο μεγάλη ακρίβεια την συμπεριφορά των ανθρώπων, σίγουρα έχουν γίνει πολλά βήματα προς την ενσωμάτωση όλο και περισσότερων βιολογικών ερευνών στην προσπάθεια κατανόησης της βίαιης συμπεριφοράς. Αποτέλεσμα του αυξημένου ενδιαφέροντος για την σύνδεση βιολογικών καταβολών με την επιθετική/παραβατική συμπεριφορά είναι η γέννηση ενός νέου, υβριδικού, κλάδου: η νευρο-εγκληματολογία.
Η βιβλιογραφία στον κλάδο της νευρο-εγκληματολογίας είναι ακόμη περιορισμένη και κατά κόρον περιλαμβάνει άρθρα συσχέτισης διαφόρων παραγόντων με την παραβατικότητα. Μερικοί από αυτούς τους παράγοντες είναι ορισμένοι βιολογικοί και γενετικοί δείκτες (επίπεδα ορμονών, επίπεδα νευροδιαβιβαστών, εγκεφαλικές ανωμαλίες, βιολογική κληρονομικότητα), περιγενετικοί παράγοντες (κατανάλωση αλκοόλ ή/και χρήση ναρκωτικών κατά την εγκυμοσύνη, ασθένειες κατά την εγκυμοσύνη, προβλήματα στη γέννα) αλλά και περιβαλλοντικοί παράγοντες (προβλήματα στο σπίτι, βιαία πρότυπα, κοινωνικο-οικονομική κατάσταση οικογενειακού περιβάλλοντος).
Γενετικοί Παράγοντες
Έρευνες με ομοζυγωτικά και διζυγωτικά δίδυμα αδέρφια που χωρίστηκαν κατά τη γέννα και μεγάλωσαν σε διαφορετικά περιβάλλοντα μας επιτρέπουν να δούμε την επίδραση που έχουν οι γενετικοί παράγοντες [1]Raine, A. (2013). The Anatomy of Violence: The Biological Roots of Crime. Pantheon. . Εάν δύο δίδυμα αδέρφια αναπτύξουν την ίδια παραβατική συμπεριφορά, παρόλο που έχουν μεγαλώσει σε δύο εντελώς διαφορετικά περιβάλλοντα, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι η συμπεριφορά επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από γενετικούς παράγοντες. Οι μέχρι τώρα έρευνες διδύμων για την επιθετική και αντικοινωνική συμπεριφορά (δύο παράγοντες που σχετίζονται με την εγκληματικότητα) δείχνουν πως σε γενικά πλαίσια οι γενετικοί παράγοντες επηρεάζουν την εμφάνιση επιθετικότητας σε ποσοστό 40%-60%. Από την άλλη πλευρά, γενετικές έρευνες σε επίπεδο ανάλυσης συγκεκριμένων γονιδίων, δεν έχουν καταλήξει στην ταυτοποίηση γονιδίων που σχετίζονται με την επιθετική συμπεριφορά. Αυτή η έλλειψη ευρημάτων περιπλέκει ακόμη περισσότερο το ερώτημα εάν γεννιόμαστε επιθετικοί και αυτό στο οποίο καταλήγουν οι επιστήμονες έως τώρα είναι πως μάλλον η αλληλεπίδραση μεταξύ ολόκληρων ομάδων –και όχι συγκεκριμένων- γονιδίων είναι αυτή η οποία μπορεί να προκαλεί την επιθετική συμπεριφορά στα επίπεδα του 40%-60% που αναφέραμε προηγουμένως. Είναι σαν να μιλάμε για ένα «κοκτέιλ» γονιδίων για την επιθετική συμπεριφορά, το οποίο αποτελείται από πολλά και διαφορετικά γονίδια. Δεν αρκεί η ύπαρξη των «συστατικών» του «κοκτέιλ», αλλά πρέπει να «αναμιχθούν» μεταξύ τους με συγκεκριμένο τρόπο, ώστε να φτάσουμε στο τελικό αποτέλεσμα.
Περιγενετικοί παράγοντες
Μια σειρά από περιγενετικούς παράγοντες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, της γέννας ή των πρώτων ημερών της ζωής των παιδιών έχουν συσχετιστεί με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης επιθετικής και παραβατικής συμπεριφοράς κατά την ενηλικίωση. Επιπλοκές στη γέννα, υποσιτισμός κατά τα πρώτα στάδια της εγκυμοσύνης αλλά και εγκατάλειψη ή/και κακοποίηση του βρέφους ήδη από τις πρώτες εβδομάδες της ζωής είναι μερικοί από τους παράγοντες που έχουν βρεθεί πως είναι κοινά στοιχεία στα ιστορικά των ατόμων με επιθετική συμπεριφορά. Πιο συγκεκριμένα, η κατανάλωση αλκοόλ και χρήση νικοτίνης κατά την εγκυμοσύνη έχει βρεθεί πως σχετίζεται θετικά με την ανάπτυξη παιδικής επιθετικότητας. Μια άλλη ουσία η οποία έχει βρεθεί στο επίκεντρο πολλών μελετών είναι ο μόλυβδος, καθώς πλήθος ερευνητών έχουν βρει συσχετισμό μεταξύ των υψηλών επιπέδων μολύβδου στο σώμα της μητέρας κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της εγκυμοσύνης και της παραβατικής συμπεριφοράς του παιδιού όταν ενηλικιωθεί [2] Wright, J. P. et al. (2008). Association of prenatal and childhood blood lead concentrations with criminal arrests in early adulthood. PloS Med. 5, 732–740 . Φαίνεται πως το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, όπου αρχίζουν να σχηματίζονται το νευρολογικό σύστημα και τα όργανα του παιδιού, είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, καθώς η κακή διατροφή της μητέρας σε αυτή τη φάση της εγκυμοσύνης αυξάνει κατά 2 φορές την πιθανότητα το παιδί να έχει αντικοινωνική συμπεριφορά κατά την εφηβική και ενήλικη ζωή του.
Τα περιγενετικά προβλήματα σχετίζονται πιο συχνά με νευρολογικά προβλήματα, παιδική επιθετικότητα και παραβατική συμπεριφορά ως ενήλικες, όταν έρχονται σε συνδυασμό με ένα κακό περιβάλλον ανατροφής. Φαίνεται δηλαδή πως ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη επιθετικής και παραβατικής συμπεριφοράς είναι ο τρόπος με τον οποίο μεγαλώνουν οι γονείς τα παιδιά τους, τα πρότυπα που τους δίνουν, τα συστήματα αμοιβών-ποινών που αξιοποιούν, αλλά και φυσικά η γενικότερη κοινωνικοοικονομική κατάσταση που μπορεί να επιβαρύνει γονείς και παιδιά στην καθημερινότητά τους.
Επίπεδα ορμονών και νευροδιαβιβαστών
Οι ορμόνες είναι φυσικές ουσίες που απελευθερώνει το σώμα μας σε διάφορες φάσεις της καθημερινότητάς μας και έχουν άμεση επίδραση στο νευρολογικό μας σύστημα αλλά και στη λειτουργία διάφορων οργάνων του σώματός μας. Μέσα στα πλαίσια της νευροεγκληματολογικής έρευνας, έχει βρεθεί πως οι αυξομειώσεις στα επίπεδα συγκεκριμένων ορμονών, σχετίζονται με την ανάπτυξη αντικοινωνικής συμπεριφοράς, τόσο σε ενήλικες, όσο και παιδιά [3]McBurnett, K., Lahey, B. B., Rathouz, P. J. & Loeber, R. (2000). Low salivary cortisol and persistent aggression in boys referred for disruptive behavior.Arch. Gen. Psychiatry 57, 38–43. . Δύο από τους πιο συνήθεις «υπόπτους» είναι η κορτιζόλη και η τεστοστερόνη. Χαμηλά επίπεδα κορτιζόλης στα παιδιά σχετίζονται με αυξημένη επιθετική συμπεριφορά και το ίδιο ισχύει για τα υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης στους εφήβους και τους ενήλικες. Βέβαια, η παρουσία ή η απουσία ορμονών στο σώμα μας, μπορεί να οφείλεται σε πολλούς παράγοντες: οργανική/εγκεφαλική δυσλειτουργία, γενετική προδιάθεση ή περιβάλλον (στρες).
Εκτός από τις ορμόνες όμως, το σώμα μας και συγκεκριμένα το νευρικό μας σύστημα λειτουργεί με τη χρήση άλλων ουσιών που ονομάζοντια νευροδιαβιβαστές. Οι νευροδιαβιβαστές είναι ουσιαστικά οι «αγγελιοφόροι» του νευρικού συστήματος, καθώς ελέγχουν την πυροδότηση ολόκληρων νευρικών δικτύων, επηρεάζοντας φυσικά τη συμπεριφορά μας. Στα πλαίσια της έρευνας για την αντικοινωνική και επιθετική συμπεριφορά, η επιστημονική κοινότητα έχει εστιάσει στον ρόλο του νευροδιαβιβαστή σεροτονίνη [4]Nelson, R. J. & Trainor, B. C. (2007). Neural mechanisms of aggression. Nature Rev. Neurosci. 8, 536–546. . Η σεροτονίνη χρησιμοποιείται σε πολλές περιοχές του εγκεφάλου, αλλά αυτή που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι ο πρόσθιος λοβός του εγκεφάλου, ο οποίος ελέγχει την παρορμητικότητά μας. Χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης έχουν συσχετιστεί με κακή λειτουργία του πρόσθιου λοβού του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα την έλλειψη αυτοσυγκράτησης και την ταυτόχρονη ανάπτυξη επιθετικής συμπεριφοράς.
Ποιος φταίει; Το άτομο ή ο εγκέφαλος;
Όπως είπαμε ήδη, σκοπός της νευροεγκληματολογίας είναι να ερευνήσει τους φυσιολογικούς παράγοντες που επηρεάζουν την εμφάνιση εγκληματικής συμπεριφοράς. Με τα ολοένα και περισσότερα ευρήματα σε αυτόν τον επιστημονικό τομέα, γεννιέται ένα βασικό ερώτημα: εάν γενετικοί, περιγενετικοί, φυσιολογικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες εμπλέκονται στην ανάπτυξη εγκληματικής συμπεριφοράς, που τραβάμε τα όρια της προσωπικής ευθύνης; Πόσο ευθύνεται το άτομο για τις πράξεις του, εάν δεχόμαστε εξωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις και τις πράξεις του;
Μια βιβλιογραφική ανασκόπηση που έγινε πρόσφατα [5]Glenn, A. L., & Raine, A. (2013). Neurocriminology: implications for the punishment, prediction and prevention of criminal behaviour. Nature Reviews Neuroscience, 15(1), 54–63. doi:10.1038/nrn3640 αναφέρει ένα ακραίο μεν, αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα πραγματικής ιστορίας που προβλημάτισε τόσο την επιστημονική όσο και την νομική κοινότητα.
Ο Μάικλ ήταν ένας 40χρονος δάσκαλος και ήταν παντρεμένος με την Κριστίν η οποία είχε μία κόρη από προηγούμενο γάμο της. Δεν είχε ιστορικό βίαιης ή παράνομης συμπεριφοράς και ζούσε ευτυχισμένος με την οικογένειά του. Ξαφνικά όμως η συμπεριφορά του άλλαξε. Έγινε επιθετικός απέναντι στη γυναίκα και τη θετή του κόρη. Άρχισε να συμπεριφέρεται πολύ παράξενα, καθώς βρέθηκε πως έπαιρνε πορνογραφικά περιοδικά στην τάξη που δίδασκε, ενώ επεδίωκε να κοιμάται τα βράδια με τη θετή του κόρη.
Μετά από καταγγελία της γυναίκας του για σεξουαλική παρενόχληση του παιδιού, ο Μάικλ δικάστηκε και βρέθηκε ένοχος για το συγκεκριμένο αδίκημα Καθώς του δόθηκε η επιλογή είτε να μπει φυλακή, είτε να παρακολουθήσει προγράμματα αποκατάστασης σε ψυχιατρική κλινική, ο Μάικλ επέλεξε το δεύτερο. Μετά από μερικό διάστημα αποκλείστηκε η συμμετοχή του από τα προγράμματα αυτά, καθώς έκανε ανήθικες προτάσεις και παρενοχλούσε τις γυναίκες υπαλλήλους των προγραμμάτων αυτών. Γενικά η συμπεριφορά του ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τον ήπιο και ευγενικό χαρακτήρα του πριν από μερικούς μήνες.
Τελικά ο Μάικλ άρχισε να παραπονιέται για έντονους πονοκεφάλους. Κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο, ο γιατρός που τον παρακολουθούσε ζήτησε να του γίνει μαγνητική τομογραφία για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει κάποιο πιο σοβαρό πρόβλημα για τους πονοκεφάλους. Τα αποτελέσματα της εξέτασης έδειξαν ότι ο Μάικλ είχε αναπτύξει έναν καλοήθη όγκο στον πρόσθιο λοβό του εγκεφάλου του, ο οποίος όπως είπαμε επηρεάζει την παρορμητικότητά μας. Ο όγκος αυτός βρέθηκε πως είχε αναπτυχθεί περίπου στο διάστημα που είχε αλλάξει η συμπεριφορά του Μάικλ. Μετά από μια επιτυχή εγχείρηση αφαίρεσης του όγκου, ο Μάικλ ξαναβρήκε τον εαυτό του. Έγινε ξανά ο άνθρωπος που όλοι γνώριζαν εξ’ αρχής. Η συμπεριφορά του άλλαξε εντελώς, τα ξαναβρήκε με τη γυναίκα του και όταν τελείωσε το πρόγραμμα αποκατάστασης, επέστρεψε στο σπίτι μαζί της και με την θετή του κόρη.
Μετά από μερικούς μήνες, η γυναίκα του ανακάλυψε πορνογραφικό υλικό στον υπολογιστή του, ενημέρωσε τον γιατρό και μια νέα τομογραφία έδειξε ότι ο καρκίνος είχε επιστρέψει. Έπειτα από μια δεύτερη εγχείρηση αφαίρεσης του όγκου, η συμπεριφορά του Μάικλ ξαναέγινε κανονική. Επαναληπτικές εξετάσεις και προσεκτική παρατήρηση της συμπεριφοράς του για τα επόμενα έξι χρόνια έδειξαν ότι ο καρκίνος δεν ξαναεμφανίστηκε και ότι ο Μάικλ ήταν ο εαυτός του, χωρίς παρορμήσεις και επιθετική συμπεριφορά.
Το παραπάνω πραγματικό παράδειγμα είναι μεν ακραίο, αλλά υπογραμμίζει πόσο σημαντική είναι η επίδραση της βιολογίας στη συμπεριφορά μας και αφήνει ανοιχτή την πρόταση ο σωφρονισμός και η καταπολέμηση της αντικοινωνικής συμπεριφοράς να συμπεριλαμβάνει και νέους στόχους και να λαμβάνει υπόψην περισσότερους παράγοντες εάν θέλουμε να είμαστε πιο αποτελεσματικοί.
Η απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε σχετικά με το που είναι τα όρια της προσωπικής ευθύνης, δεν είναι ξεκάθαρη και εξαρτάται από την οπτική γωνία και το φιλοσοφικό υπόβαθρο από το οποίο ξεκινάμε τη διερεύνηση της συμπεριφοράς. Εάν δεχτούμε ένα καθαρά μηχανικό, συμπεριφορικό μοντέλο της συμπεριφοράς μας, τότε ξεκινάμε από την παραδοχή πως δεν είμαστε τίποτα άλλο πέρα από μια βιολογική μηχανή και προϊόν του περιβάλλοντός μας, οπότε η προσωπική ελευθερία και η προσωπική ευθύνη περιορίζεται σημαντικά. Στο άλλο άκρο έχουμε την παραδοχή πως ως ανώτερα και ελεύθερα σκεπτόμενα όντα πρέπει να έχουμε την πλήρη ευθύνη των πράξεών μας. Η βιολογία και το περιβάλλον δεν είναι τίποτα άλλο από μερικές παράμετροι τις οποίες μπορούμε να ελέγξουμε ή να υπερκεράσουμε με την σωστή θέληση.
Κάπου στο ενδιάμεσο όμως βλέπουμε πως βρίσκεται η χρυσή τομή ανάμεσα στα δύο άκρα. Ας φανταστούμε τη συμπεριφορά μας σαν ένα ποτήρι μισογεμάτο με νερό. Ο κάθε ένας από εμάς έρχεται με μια συγκεκριμένη προδιάθεση για επιθετική και παραβατική συμπεριφορά, άλλοι έχουν το ποτήρι γεμάτο σχεδόν ως επάνω (μεγάλη γενετική προδιάθεση), ενώ άλλοι σχεδόν άδειο (μικρή γενετική προδιάθεση). Από εκεί και πέρα, το περιβάλλον και οι καταστάσεις που βιώνουμε προσθέτουν πολύ (κακό περιβάλλον) ή λίγο νερό (καλό περιβάλλον) στο ποτήρι μας. Σε αυτό έρχονται και άλλοι βιολογικοί παράγοντες όπως η ορμονική και η εγκεφαλική δυσλειτουργία που είδαμε πιο πάνω, προσθέτοντάς ο καθένας το δικό του νερό στο ποτήρι. Εάν το νερό μετά από όλες αυτές τις προσθήκες είναι αρκετό, μπορεί το ποτήρι να ξεχειλίσει και να χυθεί έξω, οπότε να εκδηλωθεί και η επιθετική/αντικοινωνική/παραβατική μας συμπεριφορά. Εάν το νερό δεν είναι αρκετό (μικρή γενετική προδιάθεση, καλό περιβάλλον και προσωπικά βιώματα, καμία βιολογική διαταραχή), τότε απλά η συμπεριφορά δεν εκδηλώνεται.
Όπως και να έχει το σίγουρο είναι πως η νευροεγκληματολογία και τα εργαλεία που δημιουργεί πρέπει να χρησιμοποιούνται με φειδώ και λογική και να μην παρερμηνεύονται τα αποτελέσματά της. Είναι ένα ακόμη επιπλέον μέσο που έχουμε στο ταξίδι που κάνουμε εδώ και πολλούς αιώνες στην όλο και βαθύτερη κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και κατά συνέπεια του ίδιου μας του είναι.
Εικόνα
- Figure 1, by Glenn et al. (2013)
- Ακαδημαϊκή επιτυχία: εστιάζοντας πέρα από την υψηλή νοημοσύνη - 17 Σεπτεμβρίου, 2024
- Προκατάληψη: προϊόν και κοινωνικής μάθησης - 12 Ιουλίου, 2024
- Μπορεί μια δοκιμασία οπτικής αντίληψης να εντοπίσει τα βρέφη με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης αυτισμού; - 12 Ιουνίου, 2024
Πηγές / Διαβάστε περισσότερα
↑1 | Raine, A. (2013). The Anatomy of Violence: The Biological Roots of Crime. Pantheon. |
---|---|
↑2 | Wright, J. P. et al. (2008). Association of prenatal and childhood blood lead concentrations with criminal arrests in early adulthood. PloS Med. 5, 732–740 |
↑3 | McBurnett, K., Lahey, B. B., Rathouz, P. J. & Loeber, R. (2000). Low salivary cortisol and persistent aggression in boys referred for disruptive behavior.Arch. Gen. Psychiatry 57, 38–43. |
↑4 | Nelson, R. J. & Trainor, B. C. (2007). Neural mechanisms of aggression. Nature Rev. Neurosci. 8, 536–546. |
↑5 | Glenn, A. L., & Raine, A. (2013). Neurocriminology: implications for the punishment, prediction and prevention of criminal behaviour. Nature Reviews Neuroscience, 15(1), 54–63. doi:10.1038/nrn3640 |