Σχόλια για τον Κώδικα Δεοντολογίας Ψυχολόγων (2019)

Το καλοκαίρι του 2019, το Υπουργείο Υγείας δημοσίευσε τον Κώδικα Δεοντολογίας Ψυχολόγων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. εδώ).

Παρόλο που ο τίτλος του ψυχολόγου είναι αναγνωρισμένος στην Ελλάδα εδώ και περίπου 40 χρόνια, δεν υπήρχε αντίστοιχη νομοθεσία που να καθορίζει συγκεκριμένους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας.

Βεβαίως, υπάρχουν νομοθετικές πρόνοιες για πολλά από αυτά που αναφέρονται στον κώδικα δεοντολογίας, αλλά έως και σήμερα δεν υπήρχε κάποιο αντίστοιχο επίσημο δεοντολογικό πλαίσιο θεσμοθετημένο από το Κράτος. Η συμμετοχή σε επαγγελματικούς συλλόγους, συνοδευόταν από την αποδοχή από μέρους των ψυχολόγων των κανόνων δεοντολογίας των συλλόγων αυτών, αλλά δεδομένης της μη υποχρεωτικής συμμετοχής των ψυχολόγων σε κάποιον επαγγελματικό σύλλογο, έως και σήμερα πολλοί ψυχολόγοι που δεν ανήκουν σε κάποιον από αυτούς τους συλλόγους, ουσιαστικά δεν είχαν κάποιο αντίστοιχο πλαίσιο αναφοράς.

Φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, η δημοσίευση του Κώδικα Δεοντολογίας προκάλεσε έντονες συζητήσεις και προβληματισμό στην επαγγελματική κοινότητα. Οι λόγοι ήταν πολλοί και διαφορετικοί. Υπάρχουν διαφωνίες κάποιων συναδέλφων με κάποια άρθρα του, είτε γιατί δεν γίνονται κάποιες διευκρινήσεις σε αυτά, είτε γιατί θεωρούν ότι αντί να βοηθούν στην σωστή εξάσκηση του επαγγέλματος, λειτουργούν ως τροχοπέδη. Από την άλλη, υπήρξε έντονη αντίδραση και από επαγγελματικούς συλλόγους και ανεξάρτητες ομάδες καταγγέλοντας την έλλειψη διαλόγου με την κοινότητα προτού δημοσιευτεί ο Κώδικας Δεοντολογίας. Σκοπός μου δεν είναι όμως να σταθώ σε αυτά τα σημεία και να πάρω θέση για τον τρόπο που έγινε η δημοσίευση ή για όσους αντέδρασαν ή δεν αντέδρασαν με τη δημοσίευσή του, καθώς δεν έχω διάθεση αντιπαράθεσης με συναδέλφους.

Νομίζω όμως πως αξίζει να δούμε ορισμένα βασικά σημεία που προσωπικά ξεχώρισα από τον κώδικα δεοντολογίας. Με την παράθεση των άρθρων και τον σχολιασμό που ακολουθεί δεν θέλω σε καμία περίπτωση να υπονοηθεί ότι μόνο τα άρθρα που σχολιάζω θεωρώ πως είναι άξια αναφοράς και σχολιασμού. Αντίθετα, επιβάλλεται από όλους τους συναδέλφους να διαβάσουμε πολύ προσεκτικά το σύνολο του Κώδικα, καθώς όλα τα άρθρα οριοθετούν το επάγγελμα του ψυχολόγου και επομένως έχουν αντίκτυπο στην καθημερινή μας εργασία.

Στόχος μου είναι να παραθέσω τα άρθρα που προσωπικά βρίσκω πιο ενδιαφέροντα. Ας δούμε λοιπόν τα άρθρα που ξεχώρισα, μαζί με κάποια σχόλια για το κάθε άρθρο.


Ο ψυχολόγος οφείλει να ενεργεί καθετί αναγκαίο για την αποτροπή της παράνομης άσκησης του επαγγέλματος, ενημερώνοντας αμελλητί τις αρμόδιες αρχές καθώς και τους επαγγελματικούς Συλλόγους των ψυχολόγων κάθε φορά που υποπίπτει στην αντίληψη του περίπτωση αντιποίησης του επαγγέλματος.
Απαγορεύεται η συγκάλυψη ή προστασία προσώπων με σκοπό την παράνομη άσκηση του επαγγέλματος του ψυχολόγου, καθώς και οποιαδήποτε συνεργασία ή σύμπραξη με άτομα που αντιποιούνται το επάγγελμα του ψυχολόγου.

Α. Γενικά Καθήκοντα / Άρθρο 3

Ο Ψυχολόγος μπαίνει στην πρώτη γραμμή, αναλαμβάνοντας ο ίδιος την υποχρέωση να προστατεύσει το κύρος του επαγγέλματος αλλά και την υγεία του κοινού από άτομα που αντιποιούνται το επάγγελμα του ψυχολόγου, διακόπτοντας ακόμη και συνεργασίες με όσους ασκούν το επάγγελμα, δίχως να έχουν τα τυπικά προσόντα. Νομίζω πως σκοπός είναι το άρθρο αυτό να αποτελέσει ένα χτύπημα σε όσους αντιποιούνται τον τίτλο του ψυχολόγου, προστατεύοντας με αυτόν τον τρόπο το κοινό που δυσκολεύεται να ξεχωρίσει όσους έχουν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα να ασκούν το επάγγελμα και όσους δεν τα έχουν.

Βεβαίως, η αντιμετώπιση του φαινομένου της αντιποίησης δεν είναι εύκολη υπόθεση από τη στιγμή που δεν υπάρχει ένα συλλογικό επαγγελματικό όργανο που μέσω της υποχρεωτικής συμμετοχής σε αυτό όλων των ψυχολόγων να είναι σε θέση να ελέγχει ποιος είναι ψυχολόγος και ποιος όχι και αντίστοιχα να αναλαμβάνει δράση σε συνεργασία με τις Αρχές του κράτους ενάντια σε όσους αντιποιούνται τον συγκεκριμένο επαγγελματικό τίτλο.


Λύση της υποχρέωσης για την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου επιτρέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου ο ψυχολόγος έχει σχηματίσει τη γνώμη ότι κινδυνεύει η ζωή (ασφάλεια) του ασθενούς του ή η ζωή και η σωματική ακεραιότητα τρίτων προσώπων. Στην περίπτωση αυτή, η ανακοίνωση γίνεται μόνο σε αρμόδια πρόσωπα ή φορείς (οικείους, κηδεμόνα, δικαιοσύνη). Δεν επιτρέπεται στον ψυχολόγο να παρουσιασθεί ως μάρτυρας υπεράσπισης ή κατηγορίας του ασθενή του.

Β. Υποχρεώσεις προς Ασθενείς / Άρθρο 4

Το άρθρο 4 περιέχει αρκετές λεπτομέρειες σε σχέση με την πλήρη εχεμύθεια που οφείλει να διασφαλίζει ο ψυχολόγος στον συμβουλευόμενο, ενώ ταυτόχρονα γίνεται μια σαφής αναφορά στην μοναδική περίπτωση όπου ο συμβουλευόμενος ή οι οικείοι του κινδυνεύουν. Με την σαφή αναφορά στην υποχρέωση ενημέρωσης κηδεμόνων, καλύπτεται και η περίπτωση των ανηλίκων. Δεν αποσαφηνίζεται βεβαίως σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να ενημερωθούν οι αρχές και σε ποιες απλά οι οικείοι και κηδεμόνες, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπάρχουν και σχετικοί νόμοι (π.χ. Άρθρο 232 ΠΚ) οι οποίοι ορίζουν την υποχρέωση όλων να ειδοποιούν τις αρχές για την τέλεση ή τη μελέτη τέλεσης κακουργημάτων. Αντίστοιχα, υπάρχουν και οι προβλέψεις παλαιότερων νομοθετημάτων σχετικά με τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της εχεμύθειας κατά την άσκηση του επαγγέλματος (π.χ. Νόμος 991/1979).

Ταυτόχρονα, αξίζει να δώσουμε προσοχή στην σαφή απαγόρευση παρουσίασης του ψυχολόγου σε δικαστήριο ως μάρτυρας υπεράσπισης ή κατηγορίας για τον συμβουλευόμενό του. Ο ψυχολόγος οφείλει να κρατήσει την εχεμύθεια ακόμη και στην περίπτωση δικαστηρίου. Στην περίπτωση βεβαίως που απαιτείται η γνώμη ενός εμπειρογνώμονα για την ψυχική υγεία ενός κατηγορουμένου, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, το δικαστήριο ορίζει έναν τρίτο ειδικό για να δώσει τη σχετική γνωμάτευση, αποφεύγοντας έτσι την σύγκρουση συμφερόντων αλλά και το “σπάσιμο” του απορρήτου.


Ο ψυχολόγος αποφεύγει να επαναλάβει ψυχολογικές δοκιμασίες που έχουν ήδη γίνει από συνάδελφο του στο ίδιο πρόσωπο, πριν περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα.

Β. Υποχρεώσεις προς Ασθενείς / Άρθρο 4

Εδώ γίνεται μια σωστή επισήμανση σε σχέση με τη συχνότητα χορήγησης διαγνωστικών εργαλείων, ώστε να αποφευχθεί αφενός η ταλαιπωρία του εξεταζόμενου και αφετέρου να τηρούνται τα ουσιαστικά και τυπικά χρονικά πλαίσια επανάληψης των εκάστοτε διαγνωστικών εργαλείων. Αυτό το σημείο απαιτεί μια καλή συνεργασία μεταξύ του συμβουλευόμενου και των ψυχολόγων ή/και υπηρεσιών που σχετίζονται με τη διαγνωστική διαδικασία και την τήρηση ενός σωστού αρχείου. Μόνο έτσι διασφαλίζεται η αξιοπιστία των εργαλείων.

Το συγκεκριμένο σημείο παρόλο που θεωρείται αυτονόητο για όσους συναδέλφους χρησιμοποιούν ψυχομετρικά εργαλεία και περιλαμβανόταν εώς τώρα σε αντίστοιχους κώδικες δεοντολογίας επαγγελματικών σωματείων, νομίζω πως χρήζει ιδιαίτερης προσοχής ιδιαίτερα σε σχέση με τη χρήση των αποτελεσμάτων ψυχομετρικών μετρήσεων από δημόσιους φορείς, οι οποίοι μερικές φορές μπορεί να επαναλαμβάνουν μετρήσεις είτε λόγω κακής συνεννόησης / ενημέρωσης του ατομικού φακέλου του ασθενούς, είτε λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης σε ιδιωτικούς φορείς.

Βεβαίως, εδώ τίθεται το ερώτημα της διασφάλισης της αξιοπιστίας των μετρήσεων, ιδιαίτερα όταν από αυτές μπορεί να υπάρχει έμμεσα ή άμεσα ιδίον όφελος γι’ αυτόν που χορηγεί μια ψυχομετρική δοκιμασία (ή για το διαγνωστικό κέντρο στο οποίο εργάζεται). Αυτό βεβαίως εξαρτάται από τον επαγγελματισμό του ψυχολόγου, ο οποίος δεσμεύεται για την αμερόληπτη εργασία του τόσο από τον κώδικα δεοντολογίας βάσει της υπουργικής απόφασης, όσο και από αντίστοιχους κώδικες δεοντολογίας επαγγελματικών συνδέσμων. Βεβαίως, στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να διασφαλιστεί το αμερόληπτο των μετρήσεων ή διαπιστωθούν τεχνικές ασάφειες κατά τη χορήγηση, μπορεί να γίνει εκ νέου η χρήση του ίδιου εργαλείου όταν περάσει ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα από την προηγούμενη χορήγησή του ή μπορεί να γίνει χρήση ενός τρίτου εργαλείου που μετράει τις ίδιες ψυχομετρικές μεταβλητές (π.χ. νοημοσύνη).

Προσωπικά, θα ήθελα να δω στο μέλλον να δημιουργείται μία κίνηση (όχι απαραίτητα από το κράτος, αλλά κυρίως μέσα από τα όποια συλλογικά όργανα υπάρχουν στον κλάδο) ενάντια σε περιπτώσεις κάποιων -ελάχιστων θέλω να πιστεύω- κακών πρακτικών από επαγγελματίες ψυχικής υγείας (όχι απαραίτητα ψυχολόγους) οι οποίοι βγάζουν αποτελέσματα “καρμπόν”. Αυτού του είδους η πρακτική αφενός σημαίνει ότι η τελική γνωμάτευση και αξιολόγηση δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στην πραγματικότητα και αφετέρου αχρηστεύει τη χρήση των ίδιων ψυχομετρικών εργαλείων στο άμεσο μέλλον από τρίτους φορείς και επαγγελματίες. Μοναδικός γνώμονας δράσης στη συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να είναι η προστασία του κοινού από τακτικές που στοχεύουν στην κερδοφορία και όχι στην ουσιαστική υποστήριξη και παροχή επιστημονικών υπηρεσιών προς τους συμβουλευόμενους.


Δεν επιτρέπεται η γραπτή ή προφορική ανακοίνωση του Δείκτη Νοημοσύνης (I.Q) σε ασθενείς και σε ιδρύματα ή υπηρεσίες όταν δεν διατηρούν ψυχολογικές υπηρεσίες. Σε ασθενείς η γραπτή ή προφορική ανακοίνωση θα δίδεται κατά την κρίση του ψυχολόγου αναλόγως της βαρύτητας της νόσου.
Επιτρέπεται η παραπάνω ανακοίνωση να δίδεται σε γονείς ή κηδεμόνες ανηλίκων ή δικαστικούς συμπαραστάτες. Ανακοινώνεται μόνο η κατηγορία στην οποία ανήκει ο ασθενής (π.χ. κανονική, ανωτέρα, κ.α.). Γενικά αποφεύγεται η ανακοίνωση κάθε λεπτομέρειας που μπορεί να οδηγήσει σε παρερμηνείες.


Β. Υποχρεώσεις προς Ασθενείς / Άρθρο 5

Και αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο που εξασφαλίζει ότι η επικοινωνία ευαίσθητων δεδομένων θα γίνεται μόνο μεταξύ επαγγελματιών που γνωρίζουν πως να ερμηνεύσουν τα αποτελέσματα ψυχομετρικών εργαλείων και έτσι να αποφεύγεται η παρερμηνεία των αποτελεσμάτων από μη ειδικούς. Ουσιαστικά, αυτό που λέει ο Νομοθέτης σε αυτό το σημείο είναι πως ο ακριβής Δείκτης Νοημοσύνης (ΔΝ/IQ) μπορεί να δοθεί μόνο σε υπηρεσίες και οργανισμούς που έχουν εκπαιδευμένο προσωπικό που μπορεί να τα κατανοήσει τις μετρήσεις (ύπαρξη ψυχολογικών υπηρεσιών). Διαφορετικά, υπάρχει ο κίνδυνος της παραπληροφόρησης ή/και τρομοκράτησης γονέων, κηδεμόνων ή τρίτων ειδικών που δεν γνωρίζουν τις νόρμες, την ακριβή ερμηνεία πίσω από τους αριθμούς, την ακρίβεια των μετρήσεων και τις δυνατότητες και τους περιορισμούς του εκάστοτε εργαλείου νοομετρικής αξιολόγησης.

Ο ΔΝ φυσικά μπορεί να ανακοινώνεται περιγραφικά και με όσες λεπτομέρειες απαιτείται σε τρίτους ενδιαφερόμενους μη ειδικούς (ή στον ίδιο τον ασθενή/πελάτη), με τρόπο που να γίνεται σαφές το αποτέλεσμα και η ερμηνεία του από τον παραλήπτη των πληροφοριών αυτών, δίχως να γίνονται παρερμηνείες.


Απαγορεύεται στον ψυχολόγο που διαθέτει γραφείο ή μόνιμη εργασιακή σχέση να ασκεί το επάγγελμα του κατά τρόπο πλανόδιο από τόπο σε τόπο


Γ. Καθήκοντα προς τους συναδέλφους / Άρθρο 6

Σε αυτό το σημείο, ο Κώδικας αναφέρεται στην πρακτική να προσφέρονται συστηματικά ψυχολογικές υπηρεσίες εκτός της έδρας του γραφείου του ψυχολόγου. Για παράδειγμα, κάποιος ο οποίος έχει το γραφείο του στην Αθήνα, να επισκέπτεται τακτικά τρίτες πόλεις όπου προσφέρει και εκεί τις ίδιες υπηρεσίες, εκμεταλλευόμενος ενδεχομένως την προβολή του.

Προσωπικά, νομίζω πως η συγκεκριμένη αναφορά δεν είναι αρκετά σαφής, καθώς δεν υπάρχει (ή έτσι τουλάχιστον νομίζω εγώ) ξεκάθαρος ορισμός του “πλανόδιου τρόπου από τόπο σε τόπο”. Η δική μου ερμηνεία είναι πως δεν γίνεται αναφορά σε όσους έχουν 2 γραφεία σε διαφορετικές πόλεις στα οποία προσφέρουν τις υπηρεσίες τους τακτικά, αλλά στην περίπτωση που κάποιος κάνει επισκέψεις σε πολλά και διαφορετικά μέρη ανά την Ελλάδα προσφέροντας υπηρεσίες ψυχικής υγείας σε όλες αυτές με έναν τρόπο ευκαιριακό. Για παράδειγμα, κάποιος παρουσιάζει ένα βιβλίο του σε μια τρίτη πόλη και ταυτόχρονα κάνει και ατομικές συνεδρίες με όσους από το κοινό ενδιαφέρονται για όσο διάστημα ο ψυχολόγος είναι στην πόλη ή κάποιος δέχεται πελάτες από τρίτη πόλη στην οποία δεν εδρεύει και αξιοποιώντας κάποιον χώρο εκεί κάνει ατομικές συνεδρίες κάνοντας σύντομες επισκέψεις.


Αυτονόητο είναι ότι η παρουσίαση των τίτλων σπουδών καθώς και η αναγραφή ενδεχομένως των τίτλων ειδικότητας τους σε πινακίδες, επισκεπτήρια και άλλα έντυπα, πρέπει να ανταποκρίνεται απόλυτα προς την πραγματικότητα και σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.


Γ. Καθήκοντα προς τους συναδέλφους / Άρθρο 6

Πολύ σημαντικό κατά τη γνώμη μου είναι και το συγκεκριμένο σημείο του άρθρου 6, το οποίο ουσιαστικά υποχρεώνει τους επαγγελματίες να αναφέρουν με ξεκάθαρο τρόπο που δεν παραπλανά το κοινό τους όποιους τίτλους σπουδών και τις εξειδικεύσεις που έχουν. Το “αυτονόητο” που αναφέρεται, δεν είναι δυστυχώς καθόλου αυτονόητο κατά την άποψή μου. Εκτός από ανήθικη η πρακτική της παραπλάνησης με βαρύγδουπους τίτλους που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα είναι και επικίνδυνη για το ευρύ κοινό το οποίο εμπιστεύεται την ψυχική του υγεία στα χέρια κάποιου.

Η απόκτηση του τίτλου του ψυχολόγου και των αντίστοιχων επαγγελματικών δικαιωμάτων στη χώρα μας είναι πολύ πιο εύκολη υπόθεση σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, στις οποίες είναι πολύ πιο χρονοβόρα και δύσκολη διαδικασία για να μπορέσει κάποιος να ασκήσει το επάγγελμα του ψυχολόγου σε εφαρμοσμένο κλάδο. Οπότε θεωρώ πως όταν υπάρχει εσκεμμένη παραπλάνηση γίνεται ξεκάθαρα για επιπλέον διαφήμιση και φυσικά οικονομικό όφελος μέσω της εξασφάλισης συγκεκριμένης πελατείας που ενδιαφέρεται για κάποιον επαγγελματία με συγκεκριμένη ειδίκευση.


Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο δημόσια διαφήμιση (Μ.Μ.Ε., ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τοιχοκόλληση, διανομή έντυπου υλικού, κ.λπ.) του ψυχολόγου ή η δημόσια αναφορά του ονόματος του με σκοπό τη διαφήμιση είτε απ’ αυτόν είτε από τρίτο πρόσωπο καθ’ υπόδειξη του.

Ζ. Διαφήμιση / Άρθρο 10

Παρόλο που στον ίδιο κώδικα δεοντολογίας αναφέρεται πως επιτρέπεται η παρουσία των ψυχολόγων στο διαδίκτυο, διατηρώντας ιστοσελίδες, εντούτοις απαγορεύονται οι διαφημιστικές καμπάνιες σε ΜΜΕ, διαδικτυακά μέσα κτλ. Το βασικό σκεπτικό νομίζω είναι πως ως ένα επάγγελμα υγείας, η άσκηση της εφαρμοσμένης ψυχολογίας με οποιονδήποτε τρόπο οφείλει να έχει στη βάση της τον άνθρωπο και όχι το οικονομικό όφελος. Και πάλι στο σημείο αυτό ο κώδικας αντιγράφει ανάλογες διατάξεις που ισχύουν και για άλλα επαγγέλματα υγείας. Οι περιπτώσεις όπου ψυχολόγοι διαφημίζονται σε μέσα ενημέρωσης και μάλιστα έντυπα μέσα δεν είναι πολλές, αλλά δυστυχώς έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου τέτοιες πρακτικές κυρίως σε τοπικά μέσα. Για την εφαρμογή και της συγκεκριμένης παραγράφου θα πρέπει να γίνει μια πιο συντονισμένη δουλειά, κυρίως μέσω της θεσμοθέτησης υποχρεωτικών επαγγελματικών συλλόγων που θα περιορίζουν τυχόν τέτοιες κακές πρακτικές μέσω πειθαρχικών ενδεχομένως μέτρων.


Απαγορεύεται η διενέργεια πράξεων ψυχολόγου και γενικά η άσκηση του επαγγέλματος διαδικτυακά, παρά μόνο στους χώρους που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία και σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται κάθε φορά.

Η. Η παρουσία των ψυχολόγων στο διαδίκτυο / Άρθρο 11

Αυτό είναι ένα σημείο που έχει προκαλέσει αρκετές αντιδράσεις μεταξύ συναδέλφων. Σε πολλές χώρες του εξωτερικού επιτρέπονται οι εξ’ αποστάσεως συνεδρίες και μάλιστα οι επαγγελματικοί σύλλογοι και οι νομοθεσίες βάζουν συγκεκριμένους κανόνες και οριοθετούν τη συγκεκριμένη πρακτική. Το Άρθρο 11 απαγορεύει καθολικά στην άσκηση του επαγγέλματος διαδικτυακά (π.χ. μέσω Skype ή ασύγχρονης επικοινωνίας). Προσωπικά δεν με βρίσκει εντελώς αντίθετο η παροχή διαδικτυακών υπηρεσιών, εφόσον υπάρξουν συγκεκριμένες κινήσεις για να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε με τον όρο διαδικτυακές υπηρεσίες και άσκηση του επαγγέλματος μέσω διαδικτύου, τι όρια μπαίνουν, σε ποιες περιπτώσεις απαγορεύεται ή επιτρέπεται κτλ.

Στο παρελθόν έχω αρνηθεί να παρέχω υπηρεσίες διαδικτυακά πολλές φορές και δεν είναι κάτι που σκέφτομαι να το κάνω στο άμεσο τουλάχιστον μέλλον (υπάρχει άλλωστε ακόμη η σχετική απαγόρευση), καθώς θεωρώ ότι εφόσον υπάρχει η δυνατότητα να συμμετέχει κάποιος σε ατομικές συνεδρίες πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον συνάδελφο, θα είναι σε θέση να κερδίσει περισσότερα πράγματα και να χτίσει μια πιο ουσιαστική θεραπευτική / συμβουλευτική σχέση. Φυσικά όμως κατανοώ πλήρως τις αντιδράσεις που υπάρχουν, καθώς όντως μπορώ να φανταστώ περιπτώσεις όπου η παροχή υπηρεσιών μέσω διαδικτύου είναι μονόδρομος και η μόνη ηθικά και θεραπευτική ορθή επιλογή.


Γενικά, θεωρώ πως έλειπε από τη χώρα μας ένα νομοθέτημα όπως αυτό και έπρεπε να είχε συζητηθεί και να δημοσιευτεί κάτι ανάλογο πολλές δεκαετίες πριν. Το βλέπω ως μία πρώτη αρχή, η οποία σαφώς και δεν είναι τέλεια και χρήζει συζήτησης και βελτίωσης. Παρόλα καθίσταται έναυσμα για να δούμε οι ψυχολόγοι τι ακριβώς θέλουμε από τον κλάδο μας, πως βλέπουμε τον εαυτό μας, πως μπορούμε να εξασφαλίσουμε τα επαγγελματικά δικαιώματά μας, να προστατεύσουμε το κοινό και να προχωρήσουμε επιτέλους μπροστά. Δυστυχώς νομίζω ότι σε επίπεδο οργάνωσης έχουμε μείνει αρκετά πίσω σε σχέση με τους συναδέλφους στην ΕΕ αλλά και πλέον και με άλλα επαγγέλματα που άπτονται της ψυχικής υγείας στη χώρα μας τα οποία έχουν αρχίσει να οργανώνονται με έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο.

Οι βελτιώσεις που χρειάζεται ο κώδικας δεοντολογίας δεν νομίζω ότι θα πρέπει να μας οδηγήσουν στη πλήρη κατάργησή του, αλλά στην αναθεώρησή του με όσα εμείς -οι επαγγελματίες ψυχολόγοι- θέλουμε να διασφαλίσουμε και να διασαφηνίσουμε. Πριν από αυτό όμως πρέπει να υπάρξει μια συλλογική συνεννόηση μεταξύ μας η οποία θα μας οδηγήσει σε συγκεκριμένες προτάσεις που δεν καπελώνουν συναδέλφους, δεν θίγουν τα επαγγελματικά δικαιώματα και κυρίως προστατεύουν το κοινό από κακές πρακτικές.

Εισαγωγική Εικόνα

Το κείμενο προσφέρεται με άδεια ""Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές". Μπορείτε να αντιγράψετε και να μοιραστείτε το κείμενο δίχως να το αλλάξετε και αποκλειστικά για μη εμπορική χρήση, μόνο εφόσον αναφέρετε τον συντάκτη και την πηγή. Για οποιαδήποτε άλλη χρήση και άρση των περιορισμών απαιτείται η γραπτή άδεια του συντάκτη.

Δημήτρης Αγοραστός

Δημήτρης Αγοραστός

Ψυχολόγος και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Σχολική Ψυχολογία (ΑΠΘ) και στις Νευροσυμπεριφορικές Επιστήμες (University of Tuebingen). Ασχολείται με την ανάπτυξη ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά και εφήβους, καθώς και με την αξιολόγησή τους στα πλαίσια εντοπισμού και αντιμετώπισης μαθησιακών και ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών. Επιπλέον, μέσα από τις δομές και τις υπηρεσίες στις οποίες εργάζεται, παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και παιδιών.Έχει εμπειρία παροχής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...