Η υιοθεσία βοηθάει στην ομαλότερη ανάπτυξη των υιοθετημένων παιδιών

Η υιοθεσία, εκτός από μία ιδιαίτερη πράξη αγάπης είναι και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα που απασχολούν την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι και λοιποί κοινωνικοί επιστήμονες δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γύρω από πολλά ερωτήματα πάνω στο θέμα αυτό: τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες που οδηγούν τους βιολογικούς γονείς να δώσουν τα παιδιά τους για υιοθεσία, τις συνθήκες υπό τις οποίες γίνονται αυτές, τον αντίκτυπο που έχει η παραμονή παιδιών σε ειδικά κέντρα φιλοξενίας έως ότου υιοθετηθούν, αλλά και τις επιπτώσεις που έχει η όλη διαδικασία της αλλαγής οικογενειακού περιβάλλοντος στην σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών.

Όταν η υιοθεσία γίνεται σε ηλικία που το παιδί κατανοεί πλήρως και συνειδητά την αλλαγή περιβάλλοντός είναι λογικό ότι έχει πιο εμφανή αντίκτυπο σε σχέση με τις περιπτώσεις που αυτή συμβαίνει σε ηλικία λίγων μηνών, πριν το παιδί αρχίσει να αντιλαμβάνεται σε συνειδητό επίπεδο όλα όσα του συμβαίνουν. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν έχει κανέναν αντίκτυπο το διάστημα που το βρέφος βρίσκεται σε μία ακατάλληλη βιολογική οικογένεια ή απομονωμένο σε ένα ιδρυματικό περιβάλλον σε αυτή την τόσο τρυφερή ηλικία. Απλά είναι πιο εύκολο για ερευνητές να προσεγγίσουν τα παιδιά που έχουν ξεκάθαρη επίγνωση του τι συμβαίνει. Αυτός είναι και ο λόγος που μεγάλο κομμάτι της έρευνας γύρω από την υιοθεσία γίνεται με παιδιά που είτε έχουν μεγαλώσει με τους βιολογικούς τους γονείς είτε σε κάποιο ίδρυμα για αρκετά χρόνια πριν δοθούν στη νέα οικογένειά τους.

Γενικότερα υπάρχουν δύο αντικρουόμενες απόψεις γύρω από τον αντίκτυπο της υιοθεσίας στα παιδιά. Η πρώτη υπογραμμίζει ότι τα υιοθετημένα παιδιά αντιμετωπίζουν πολλαπλάσια προβλήματα τόσο σε ψυχολογικό επίπεδο λόγω των δύσκολων εμπειριών που έχουν, όσο και σε βιολογικό επίπεδο λόγω πολλαπλάσιων γενετικών –και συνήθως περιγεννητικών- προβλημάτων (π.χ. καταχρήσεις ουσιών από τις μητέρες, βιαιοπραγίες κατά την εγκυμοσύνη). Η δεύτερη γραμμή σκέψης επικεντρώνεται στα ευρήματα που δείχνουν ότι η υιοθεσία έχει προστατευτικό χαρακτήρα για τα παιδιά κυρίως λόγω της απομάκρυνσής τους από «τοξικά» περιβάλλοντα που επηρεάζουν την υγιή ανάπτυξή τους.

Μία από τις μεγαλύτερες μετα-αναλύσεις ερευνών για την υιοθεσία [1]Van IJzendoorn, M. H., & Juffer, F. (2006). The Emanuel Miller Memorial Lecture 2006: Adoption as intervention. Meta‐analytic evidence for massive catch‐up and plasticity in physical, socio‐emotional, and cognitive development. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 47(12), 1228-1245 (PDF) έλαβε υπόψη της δεκάδες ευρήματα ερευνών και από τις δύο οπτικές γωνίες, προσπαθώντας να τις συνδέσει υπό μία ευρύτερη θεωρία: το catch-up model. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, τα υιοθετημένα παιδιά σαφώς και έχουν κάποια επιπλέον προβλήματα συμπεριφορικής ή βιολογικής φύσης λόγω του παρελθόντος τους, αλλά από την άλλη η αλλαγή περιβάλλοντος τα υποστηρίζει ώστε να τα αντιμετωπίσουν όσο το δυνατόν καλύτερα σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που δεν κατάφεραν να υιοθετηθούν. Το ερώτημα όμως γύρω από αυτό το μοντέλο είναι σε ποιους τομείς υπερτερούν και σε ποιους υστερούν τα υιοθετημένα παιδιά;

Για να απαντήσουν, οι ερευνητές ανέλυσαν τα ευρήματα 240 μελετών και επικεντρώθηκαν στη σύγκριση των υιοθετημένων παιδιών τόσο με τους συνομηλίκους τους που παρέμειναν στα ορφανοτροφεία και τα αδέρφια τους που μεγαλώνουν στις βιολογικές οικογένειές τους, όσο και με τους συνομηλίκους τους στον τωρινό τους κοινωνικό περίγυρο που μεγαλώνουν με τις βιολογικές τους οικογένειες. Τα σημεία σύγκρισης ήταν πέντε:

  1. Φυσική ανάπτυξη: Τα υιοθετημένα παιδιά παρουσιάζουν αποκλίσεις στο ύψος, το βάρος και τα άλλα φυσικά τους χαρακτηριστικά;
  2. Δημιουργία ισορροπημένων σχέσεων: Μπορούν τα υιοθετημένα παιδιά να αναπτύξουν υγιείς και ισορροπημένες σχέσεις με τη νέα τους οικογένεια και τον κοινωνικό τους περίγυρο;
  3. Γνωστική ανάπτυξη: Τα υιοθετημένα παιδιά αντιμετωπίζουν προβλήματα σε τομείς που σχετίζονται με την γνωστική τους ανάπτυξη και τον δείκτη νοημοσύνης;
  4. Αυτοεκτίμηση: Τα υιοθετημένα παιδιά έχουν συναισθήματα κατωτερότητας ή έχουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και τις ικανότητές τους;
  5. Γενικά προβλήματα συμπεριφοράς: Τα υιοθετημένα παιδιά αναπτύσσουν πιο συχνά προβλήματα συμπεριφοράς (γκρίνια, συναισθηματικές διακυμάνσεις, αντικοινωνική συμπεριφορά κτλ) σε σχέση με τους συνομηλίκους τους;

Στο γράφημα που ακολουθεί μπορούμε να δούμε τα αποτελέσματα αυτής της μετα-ανάλυσης, όπου συγκρίνονται τα υιοθετημένα παιδιά με τους συνομηλίκους τους που παρέμειναν στα ορφανοτροφεία ή τα αδέρφια τους που παραμένουν στις βιολογικές τους οικογένειες (ομάδα «πρώην»), αλλά και με τους συνομηλίκους τους στον κοινωνικό τους περίγυρο που μεγαλώνουν με τις βιολογικές τους οικογένειες (ομάδα «νυν»).

Αποτελέσματα της έρευνας Van IJzendoorn et al. (2006). Ελεύθερη μετάφραση από τον αρθρογράφο.

Αυτό που βλέπουμε είναι πως τα υιοθετημένα παιδιά παρουσιάζουν μια σαφώς καλύτερη φυσική ανάπτυξη σε σχέση με την ομάδα «πρώην», αλλά παρόλα αυτά παραμένουν λίγο πίσω σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με την ομάδα «νυν». Παρόμοια ευρήματα παρουσιάστηκαν και στην ανάπτυξη υγιών σχέσεων: τα υιοθετημένα παιδιά παρουσιάζουν πιο υγιείς σχέσεις μέσα στην ανάδοχη οικογένεια σε σχέση με την ομάδα «πρώην», αλλά ταυτόχρονα υστερούν σε αυτό το δείκτη σε σχέση με την ομάδα «νυν». Το ίδιο μοτίβο εμφανίζεται και στην ανάλυση της γνωστικής τους ανάπτυξης, ενώ δεν παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές στην αυτοεκτίμηση, αλλά και στην εμφάνιση προβλημάτων συμπεριφοράς.

Συμπερασματικά

Αυτό το οποίο μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα από τα αποτελέσματα είναι βασικά πως η υιοθεσία βοηθάει τα παιδιά στην γνωστική, φυσική και συναισθηματική τους ανάπτυξη και πράγματι λειτουργεί προστατευτικά και ιαματικά ώστε να επουλωθούν σε μεγάλο βαθμό οι πληγές του κακού παρελθόντος που έχουν ζήσει τα παιδιά. Εάν τα παιδιά έμεναν με τις βιολογικές οικογένειές τους (δεδομένων των κακών κοινωνικο-οικονομικών και συναισθηματικών συνθηκών σε αυτές) ή στα ορφανοτροφεία θα υστερούσαν σημαντικά σε αυτούς τους τομείς. Από την άλλη βεβαίως, το γεγονός της υιοθεσίας δεν μπορεί να διαγράψει το τραυματικό παρελθόν των παιδιών. Το βάρος αυτού του παρελθόντος συνεχίζει να είναι μαζί τους και να στέκει σε κάποιες περιπτώσεις ως εμπόδιο στην ομαλή ανάπτυξή τους, συγκρινόμενα με τα παιδιά που μεγαλώνουν σε υγιείς, βιολογικές οικογένειες.

Ένα δεύτερο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε κοιτώντας τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής είναι πως τα υιοθετημένα παιδιά παρόλο που έχουν περισσότερες δυσκολίες στη σωματική και συναισθηματική τους ανάπτυξη, το γνωστικό τους πεδίο, δεν παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις από τους συνομηλίκους τους που μεγαλώνουν σε τυπικές οικογένειες.

Το θέμα της υιοθεσίας είναι σίγουρα πολύ μεγάλο και καμία έρευνα δεν μπορεί να αναλύσει όλες τις πτυχές του. Αυτό όμως που αξίζει να θυμόμαστε είναι ότι η υιοθεσία μπορεί να λειτουργήσει ως θείο δώρο για τα περισσότερα παιδιά αλλά και τους γονείς, χαρίζοντας μια υγιή ανάπτυξη στα μεν και την χαρά του γονιού στους δε.

Εισαγωγική Φωτογραφία

Το κείμενο προσφέρεται με άδεια ""Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές". Μπορείτε να αντιγράψετε και να μοιραστείτε το κείμενο δίχως να το αλλάξετε και αποκλειστικά για μη εμπορική χρήση, μόνο εφόσον αναφέρετε τον συντάκτη και την πηγή. Για οποιαδήποτε άλλη χρήση και άρση των περιορισμών απαιτείται η γραπτή άδεια του συντάκτη.

Δημήτρης Αγοραστός

Δημήτρης Αγοραστός

Ψυχολόγος και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Σχολική Ψυχολογία (ΑΠΘ) και στις Νευροσυμπεριφορικές Επιστήμες (University of Tuebingen). Ασχολείται με την ανάπτυξη ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά και εφήβους, καθώς και με την αξιολόγησή τους στα πλαίσια εντοπισμού και αντιμετώπισης μαθησιακών και ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών. Επιπλέον, μέσα από τις δομές και τις υπηρεσίες στις οποίες εργάζεται, παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και παιδιών.Έχει εμπειρία παροχής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...