Τα δίγλωσσα παιδιά παρουσιάζουν αυξημένη εγκεφαλική δραστηριότητα στις περιοχές που σχετίζονται με ανώτερες γνωστικές διεργασίες

Έτσι, όλο και περισσότεροι άνθρωποι είναι σχεδόν εκ γενετής δίγλωσσοι. Είτε οι γονείς τους μιλάνε σε δύο μητρικές γλώσσες στο σπίτι, είτε τα παιδιά μιλάνε μία γλώσσα στο σπίτι και άλλη μία εκτός σπιτιού, ανάλογα με τη χώρα στην οποία μεγαλώνουν. Ήδη υπάρχει ένας μεγάλος όγκος ερευνών που υποστηρίζουν ότι οι γλωσσική ανάπτυξη των δίγλωσσων και πολύγλωσσων παιδιών παρουσιάζει σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα μονόγλωσσα παιδιά. Σε ορισμένες περιπτώσεις πολύγλωσσων παιδιών υπάρχει μια μικρή καθυστέρηση στην έναρξη της ομιλίας (αν και αυτό δεν είναι ο κανόνας), αλλά στη συνέχεια οι γλωσσικές δεξιότητες των παιδιών αυτών είναι πιο ανεπτυγμένες, καθώς παρατηρείται ότι κατακτούν πιο εύκολα γλωσσικούς, γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες.

Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι σχετικά απλός. Καθώς τα δίγλωσσα και πολύγλωσσα παιδιά έρχονται σε επαφή με περισσότερες από μία γλώσσες, πρέπει να κατακτήσουν διπλό (ή και τριπλό σε κάποιες περιπτώσεις) λεξιλόγιο, διαφορετικούς γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες κτλ. Όλη αυτή η διαδικασία απαιτεί χρόνο, και γι’ αυτό ίσως να υπάρχει η μικρή καθυστέρηση στην έναρξη ομιλίας. Όταν όμως τα παιδιά αυτά κατακτήσουν τις απαραίτητες γλωσσικές ικανότητες, είναι σε θέση να κατανοούν βαθύτερα τη δομή των γλωσσών και κατά συνέπεια να κατακτούν ταχύτερα όποιους νέους γλωσσικούς κανόνες καλούνται να μάθουν.

Πέρα από τις ανεπτυγμένες γλωσσικές δεξιότητες, η πολυγλωσσία φαίνεται πως σχετίζεται και με την ευρύτερη ανάπτυξη των γνωστικών δεξιοτήτων. Μια πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον έδειξε πως ήδη από την ηλικία των 11 μηνών –πριν δηλαδή τα παιδιά αρχίσουν να μιλάνε- υπάρχουν σημαντικές διαφορές στις ανώτερες εκτελεστικές διαδικασίες μεταξύ πολύγλωσσων/δίγλωσσων και μονόγλωσσων παιδιών, ενώ οι διαφορές αυτές αντικατοπτρίζονται και σε επίπεδο εγκεφαλικής λειτουργίας [1]Ramírez, N. F., Ramírez, R. R., Clarke, M., Taulu, S., & Kuhl, P. K. (2016). Speech discrimination in 11-month-old bilingual and monolingual infants: A magnetoencephalography study. Developmental Science Dev Sci. doi:10.1111/desc.12427 .

Όλοι μας μπορούμε να αντιληφθούμε και να ξεχωρίσουμε μεταξύ τους ήχους διαφόρων ξένων γλωσσών κατά τους πρώτους μήνες της ζωής μας. Πρόκειται για ένα στάδιο κατά το οποίο μπορούμε πολύ πιο εύκολα να αρχίσουμε να μαθαίνουμε μια δεύτερη γλώσσα. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, ενώ τα μονόγλωσσα παιδιά παύουν να μπορούν να διαχωρίσουν ήχους μιας νέας γλώσσας μετά την ηλικία των 10 μηνών, τα δίγλωσσα παιδιά συνεχίζουν να έχουν ανοιχτούς τους «ακουστικούς» τους ορίζοντες.

Επιπλέον, καθώς για τις ανάγκες της έρευνας, αξιοποιήθηκε η τεχνική MEG (Magnetoencephalography / μαγνητοεγκεφαλογραφία), οι επιστήμονες ήταν σε θέση να δουν τις ακριβείς εγκεφαλικές περιοχές που ενεργοποιούνταν κατά τη διάρκεια που τα παιδιά άκουγαν παρόμοιους ήχους από διαφορετικές γλώσσες. Τα μονόγλωσσα παιδιά είχαν σημαντικά χαμηλότερη εγκεφαλική δραστηριότητα στις πρόσθιες εγκεφαλικές περιοχές, οι οποίες σχετίζονται με ανώτερες γνωστικές δεξιότητες. Αυτό συνέβη, σύμφωνα πάντα με την ερμηνεία των ερευνητών, διότι τα παιδιά αυτά δεν ήταν σε θέση να διαχωρίσουν παρόμοιους ήχους (π.χ. ba/ da/), εν αντιθέσει με τα δίγλωσσα παιδιά, επομένως δεν απαιτούνταν κάποια επιπλέον εγκεφαλική δραστηριότητα για να επεξεργαστεί περεταίρω τις ακουστικές πληροφορίες.

http://youtu.be/TAYhj-gekqw Βίντεο από τη συγκεκριμένη έρευνα

Η συγκεκριμένη έρευνα έρχεται να προστεθεί στις εκατοντάδες έρευνες που μελετούν την πολυγλωσσία και διαφοροποιήσεις που προκαλεί στον τρόπο που σκεφτόμαστε, μιλάμε αλλά και λειτουργούμε [2]Edwards, J. (2012). Multilingualism: Understanding linguistic diversity. London: Continuum International Pub. Group. . Τα πλεονεκτήματα της πολυγλωσσίας, ιδιαίτερα όταν αυτή ξεκινήσει από μικρή ηλικία φαίνεται πως είναι αρκετά, τόσο σε σχέση με τη γλωσσική όσο και τη γνωστική ανάπτυξη των παιδιών.

Εισαγωγική Φωτογραφία

Το κείμενο προσφέρεται με άδεια ""Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές". Μπορείτε να αντιγράψετε και να μοιραστείτε το κείμενο δίχως να το αλλάξετε και αποκλειστικά για μη εμπορική χρήση, μόνο εφόσον αναφέρετε τον συντάκτη και την πηγή. Για οποιαδήποτε άλλη χρήση και άρση των περιορισμών απαιτείται η γραπτή άδεια του συντάκτη.

Δημήτρης Αγοραστός

Δημήτρης Αγοραστός

Ψυχολόγος και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Σχολική Ψυχολογία (ΑΠΘ) και στις Νευροσυμπεριφορικές Επιστήμες (University of Tuebingen). Ασχολείται με την ανάπτυξη ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά και εφήβους, καθώς και με την αξιολόγησή τους στα πλαίσια εντοπισμού και αντιμετώπισης μαθησιακών και ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών. Επιπλέον, μέσα από τις δομές και τις υπηρεσίες στις οποίες εργάζεται, παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και παιδιών.Έχει εμπειρία παροχής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...